γαρίφαλο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρίφαλο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαρίφαλο τό, γαρόφαλο Κρήτ. Κύθηρ. Χίος (Βροντ.) -Λεξ. Βάιγ. Περιδ. Βυζ. Μπριγκ. γαρόφαλ-λο Χίος (Πυργ.) γαρόφαλου Θράκ. (Αἶν. Μαΐστρ. Μυριόφ. Σηλυβρ. κ.ἀ.) Κυδων. Λέσβ. γαρούφαλο πολλαχ. γαρούφαλου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαρούφαλ-λο Χίος (’Ανάβατ.) γαρούφαλ-λdο Ρόδ. γαρούφαλε Τσακων. γκαρούφαλου Ἤπ. (Ζαγόρ.) γαούφαου Σαμοθρ. γαρούφελο Ἤπ. (Χιμάρ.) γαρέφαλο Εὔβ. (Βρύσ.) Κρήτ. Μέγαρ. γαρέφαλ-λο Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. κ.ἀ.) Χίος (’Αμάδ.) γαρέφαλου Εὔβ. (Ἄκρ. Στρόπον. κ.ἀ.) Κυδων. γαρίφαλο σύνηθ. γαρίφαλ-λο Κάλυμν. Λέρ. Νίσυρ. κ.ἀ. γαρίφαλου σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γαριˬόφαλο Σκῦρ. γαριˬέφαλου Ἴμβρ. ᾿ρούφαλ-λdο Ρόδ. γαρφιλον Πόντ (Χαλδ.) γαρέφ’λου Μακεδ. (Χαλκιδ.) γκαρόφεςddο ’Απουλ. καρόφαλο ΑΡουμελ. (Φιλιππούπ.) καρόφαλου Λῆμν. καρούφαλου Ἤπ. καρόνφουλο Καλαβρ. (Μπόβ.) καρέφιλο Μακεδ. (Βέρ.) Πληθ. γαρούφα Τσακων.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ Βυζαντ οὐσ. γαρόφαλον (βλ. Δουκ., ἐν λ.) μαρτυρουμένου καὶ ἐκ τῆς μεταβυζαντινῆς ἐποχῆς (βλ. E. Legrand, Bidl. Gr. Vulg. 2, 12 καὶ Δουκ., ἔνθ’ ἀν. ), προελθόντος δὲ ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. Οὐσ. καρυόφυλλον διὰ τῶν Λατιν. τύπων cariophalum-gariophalum-gariofilum-garopholum (βλ. Thes Thes. Ling. Lat. ἐν. λ. caryophyllum. Corpus Glossar. Latin.,ἔκδ. Goetz, ἐν λ. careophilum.Du Cange, Gloss. med. et inf Latin.,ἐν λ. garofollum) ὅθεν καὶ Βυζαντ. καρυόφαλον καὶ καρόφαλον (βλ. Πρόδρομ. ΙΙΙ 150, ἔκδ. Hesseling-Pernot σ. 54) καὶ ᾽Ενετ. garofalo καὶ ’Ιταλ. garofano. Πιθανῶς ἐκ τοῦ παραγώγου γαροφαλιˬά, μεταβληθέντος εἰς γαρεφαλιˬά (διὰ τροπῆς τοῦ ἀτόνου ο εἰς ε παρὰ τὸ ὑγρόν: βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 239) καὶ περαιτέρω εἰς γαριφαλιˬὰ (ἴσως διὰ τῶν βορείων ἰδιωμάτων), προῆλθον καθ’ ὑποχωρητικὸν μετασχηματισμὸν οἱ τύποι γαρέφαλο καὶ γαρίφαλο, καίτοι ἡ ἐνωρὶς συντελεσθεῖσα παραφθορὰ τῆς Ἑλλην. λέξεως διὰ τῆς Λατινικῆς, Ἀραβικῆς (πβ. τούς τύπ. γαρούμφουλ-καρονφίλ, ἐν Δουκ., Append. ἐν λ. γαρόφαλα καὶ καρονφίλ), Ἰταλικῆς καὶ Τουρκικῆς, καὶ ὁ ἐκ ταύτης συμφυρμός, εἰς τὴν γλῶσσαν τοῦ ἐμπορίου ἰδίως, συνετέλεσαν ἐνδεχομένως εἰς τὸν σχηματισμόν τούτου ἢ ἐκείνου τῶν τόπων τῆς Ν. Ἑλληνικῆς. Οὕτω, ὁ τύπ. καρόνφουλο προῆλθεν ἀσφαλῶς ἐξ ἐπιδράσεως τῆς ’Αραβικῆς, οἱ δὲ τύπ. καρέφιλο-γαρέφιλο-γαρφιλον ἐξ ἐπιδράσεως τῶν ἐκ τῆς Τουρκικῆς σχηματισθέντων τύπων κατ’ οὐδ. εἰς -ι (καρεφίλι-καραφίλι-καραφούλι, δι᾽ οὓς ἰδ. καρεφίλι), οἵτινες συνεφύρθησαν ἐπὶ πλέον ἐνιαχοῦ, φθογγολογικῶς καὶ σημασιολογικῶς, πρὸς τὸ τῆς Ν. Ἑλληνικῆς καρυοφύˬλλι, ὃ ἰδ. Ὁ τύπ. γαριˬόφαλο καὶ ἐν ᾽Ιατροσοφίω τοῦ 14ου αἰ. (Ε. Legrand, ἔνθ᾽ ἀν. 2,8).
Σημασιολογία
1) Ὁ εἰς σχῆμα μικροῦ κεφαλωτοῦ κάρφους φερόμενος εἰς τὸ ἐμπόριον ἀπεξηραμμένος κάλυξ τοῦ δένδρου τῶν τροπικῶν χωρῶν καρυόφυλλος ὁ ἀρωματικὸς (caryophyllus aromatica) τῆς τάξεως τῶν καρυοφυλλωδῶν (caryophyllaceae), χρησιμοποιούμενος κυρίως πρὸς ἄρτυσιν φαγητῶν, ἀλλὰ καὶ πρὸς ἀρωμάτισιν γλυκυσμάτων καὶ ποτῶν καὶ πρὸς παρασκευὴν φαρμάκων κοιν. καὶ ’Απουλ. Καλαβρ. (Μπόβ.) Τσακων.: Ἀγόρασε κανέλλα καὶ γαρίφαλα νὰ βάλωμε ᾿ς τὸ φαΐ κοιν. Πάρε μιˬά δραχμὴ γαρούφαλα γιὰ τὰ κουλλούριˬα πολλαχ. Ἔ’ς νὰ μ’ δώ’ῃς λίγα γαρέφαλα νὰ καρφώσου ’ς τού μπακλαῆ; (μπακλαῆς=μπακλαβᾶς) Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Καλούνι τ᾿ς συγγινεῖς ’ς τοῦ γάμου μὶ γαρούφαλα Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) Ὄ ’ν’ ἔχα βαλητὰ γαρούφα τσ᾽ ὄ’ νυζίζα ἁ βασοκολλιˬούρα (δὲν ἔχει βάλει γαρίφαλα καὶ δὲν μυρίζει ἡ βασιλόπιττα) Τσακων. || Φρ. Θέλει νὰ τὸν καλέσουν μὲ γαρίφαλα (ἐπὶ άποφεύγοντος ἤ δυστροποῦντος νὰ άνταποκριθῆ εἰς προφορικὴν πρόσκλησιν) Πελοπν. (Μαντίν.) κ.ἀ. Μόσκος καὶ γαρίφαλα ! (εὐχὴ πρὸς παιδία ἐρευγόμενα) Νάξ. (’Απύρανθ.) κ.ἀ. Συνών. φρ. Μόσκος καὶ κανέλλα. || Παροιμ. Μαῦρο εἶναι καὶ τὸ γαρίφαλο, μὰ πουλε͜ιέται μὲ τὸ δράμι (ἐπὶ τῶν φαινομενικῶς εὐτελῶν, ἀλλὰ πραγματικῶς πολυτίμων) πολλαχ. || Ἄσμ. Μελαχρινὸ σὲ εἴπανε, πολὺ σοῦ κακοφάνη, μαῦρο καὶ τὸ γαρόφαλο, μὰ πάει μὲ τὸ δράμι Κύθηρ. κ.ἀ. Γαρέφαλο gιˬ ἄ gαταπιῶ, κανἐλλα gιˬ ἄ’ μασήσω, ὅλα μοῦ φαίνοdαι πρικιˬά, ὡσὰ δὲ σὲ φιλήσω Κρήτ. Γαρεφαλιˬᾶς γαρέφαλο τσαὶ κανελλιˬᾶς κανέλλα, σὰ μ’ ἀγαπᾷς, μαργιˬόλας γιˬέ, κάμε τὸν κόπο τσ’ ἔλα Εὔβ. (Βρύσ.) Ἡ σημ. καὶ Ἑλληνιστ. καὶ Βυζαντ. Συνών. καρεφίλι, καρυˬοφύλλι, μοσκοκάρφι, μπαχαρικό 2) Συνεκδ. α) Τὸ πρῶτον μικρὸν κέρατον τῶν ἐριφίων Κύθν. β) Τὸ κέρατον αἰγῶν καὶ βοῶν Ἄνδρ. (Κόρθ.) Βιθυν. Θράκ. (Μαΐστρ. Μυριόφ. κ.ἀ.) Μεγίστ. Μύκ. Σέριφ.: Δὲν ἔ’ει μεγάλα γαρίφαλα (ἐνν. τὸ βόϊδι) Κόρθ. ᾿λείφαμ’ τὰ γαρόφαλα τοῦ βουδιˬοῦ μὶ τοὺ γαῖμα τοῦ γρουνιˬοῦ Μαΐστρ. Συνών. κέρατο, κόρνο. γ) Τὸ κέρατον τῆς ἐλάφου Ρόδ. Συνών λαφοκέρατο. δ) Ὁ στῦλος τοῦ ὑπέρου εἴδους κίτρων, διατηρούμενος μετὰ τὴν ἀποκοπὴν τοῦ καρποῦ Κρήτ. Πβ. γαριφαλᾶτος 1. 3) Τὸ ἄνθος τοῦ καλλωπιστικοῦ φυτοῦ «γαριφαλιˬά» δι᾿ ὃ ἰδ. γαριφαλιˬά 2, διακρινόμενον διὰ τὸ ὡραῖον χρῶμα (συνήθως ζωηρὸν κόκκινον, ἀλλὰ καὶ λευκὸν καὶ ποικίλον) καὶ τὴν εὐάρεστον ὀσμὴν κοιν. καὶ Πόντ. (Χαλδ.) Τσακων.: ’Αγόρασα μερικὰ γαρίφαλα – Φτε͜ιάσε μου ἕνα μπουκέτο γαρίφαλα - Τῆς πῆγε μιˬὰ ἀνθοδέσμη ἀπὸ τριαντάφυλλα καὶ γαρίφαλα - Κόψε ἕνα γαρίφαλο νὰ βάλω ᾿ς τὸ πέτο κοιν. Δὲ d’ λείπ’ πουτὲ τοὺ γαρέφαλου ’π᾿ τ᾿ ἀφτὶ Εὔβ. (Ἄκρ. κ.ἀ.) Ἡ γαρουφαλῖνα κάνει τὰ γαρούφαλα Πελοπν. (Ἑρμιόν.) Κόψε μ᾿ ἕνα γαριˬόφαλο τσαὶ δῶσ’ μου νὰ μυρίσω Σκῦρ Νὰ ᾽ρᾶρε κάτσι γαρούφα ἁ Λένη ! (Νὰ ἰδῆς κἄτι γαρίφαλα ποὺ ἔχει ἡ Ἑλένη !) Τσακων. || Φρ. Τὸ γαρίφαλο τὰ μάρανε (ἐνν. τὰ ροῦχα· ἐπὶ κακοενδεδυμένων, οἵτινες φέρουν ἄνθος ἢ ἄλλο ἀνάρμοστον στόλισμα) Αἴγιν. Γαρούφαλου ἀμύριστου ! (ἐπὶ κόρης ἀναμφιβόλως ἁγνῆς) Σάμ. κ.ἀ. Ὅρ’σε δυˬὸ γαριόφαλα! (ἐπὶ φασκελώματος διὰ τῶν δύο χειρῶν ἤ δὶς διὰ τῆς μιᾶς) Σκῦρ. || Παροιμ. Τὸ γαρούφαλο ’ς τ’ ἀφτὶ κ’ ἡ κασσίδα ’ς τὴν κορφὴ (ἐπὶ πτωχῶν ἐπιδεικτικῶς ἐνδυομένων) πολλαχ. Γαρούφαλο’ς τὴ γειτονιˬὰ κι ἀγκάθι μέσ᾿ ᾿ς τὸ σπίτι (ἐπὶ τῶν φερομένων εὐγενῶς πρὸς τοὺς ξένους, βαναύσως ὅμως πρὸς τοὺς οἰκείους) Σίφν Σύμ. || Γνωμ. Σ᾿τὰ εἴκοσι γαρίφαλο,’ς τὰ εἰκοσ’πέdε βιόλα |καὶ ’ς τὰ τριάdα διˬασεμὶ καὶ ’ς τὰ σαράdα ’μόλα (ἐπὶ τῆς διαφορᾶς, ἣν παρουσιάζει ἡ ὡραιότης τῶν γυναικῶν ἀναλόγως τῆς ἡλικίας) Θήρ. (Οἴα) ΙΙ Ἄσμ. Ἄσπρο γαρίφαλ-λο τοῦ Μά’ κι ἄλικε κατιφέ μου, λέουμ bὼς ἀγαπᾷς ἀλλοῦ καὶ βαροφαίνεταί μου Νίσυρ. Γαρούφαλ-λdο μὴμ-μαραθ-θῇς, κουτσί μου μήμμαδήσης, κ᾽ ἐσὺ ἄσπρο γιˬασεμάκιμ-μου ἀλ-λdοῦ μὴν ἀγαπήσῃς (κουτσὶ=ρόδον εἰς κατάστασιν κάλυκος) Ρόδ. Κοιμήσου, χαιˬδεμένο μου, ’ς τὴ δροσερή σου κλίνη, ὅπου μυρίζ’ ἡ στρώση σου γαρούφαλα καὶ κρίνοι ’Ιων. (᾿Ερυθρ.) Γαρίφαλό μου τοῦ Μαιˬοῦ καὶ βιˬόλα μου καρνάδα, ’ιˬὰ σέναν ἐτραούδησα τὴν ἄλλην ἑβδομάδα (καρνάδα=κόκκινη) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Ὅταν σὲ βλέπου κ᾿ ἔρχεσαι μὲ τ’ ἄλλα παλληκάριˬα, ἐσύ ’σαι τὸ γαρίφαλου καὶ τ’ ἄλλα τὰ κλουνάριˬα Μακεδ. (Χαλκιδ.) Τσιμπούλι σ’ ἔχω ᾽ς τὴν καρδιˬά, γαρούφαλο ᾿ς τ᾽ἀφτί μου, κορώνα μὲ διˬαμαντικὰ σ’ ἔχω ’ς τὴν τσεφαλή μου (τσιμπούλι=ζουμπούλι) Πάρ. Καρόφαλου τσαταλουτὸ μὶ τὰ σαράdα φύλλα, σαράdα σ’ ἀγαπούσανι κὶ πάλ’ ἰγὼ σὶ πῆρα Λῆμν. Ἁμὸν ντ’ ἔκ’σεν ἀτο, ὁ Μανόλης δαιμονίατηκεν, ἐκοκκίν’τσεν καὶ τὸ γαῖμαν σὰν γαρφιλον Πόντ. (Χαλδ.) β) Ὑπὸ τὸν τύπ. γαρίφαλο τοῦ βουνοῦ, τὸ ἄνθος τοῦ φυτοῦ χιτὼν ὁ λεπυρώδης (tunica glumacea) ἢ χιτὼν ὁ χνοώδης (tunica velutina), τῆς τάξεως τῶν καρυοφυλλωδῶν (caryophyllaceae) Ζάκ κ.ἀ. 3) Διάφορα ἀγριολούλουδα τῆς αὐτῆς τάξεως φυτῶν, ὡς διόσανθος ὁ ἰξώδης (dianthus viscida), διόσανθος ὀ εἰδικὸς (dianthus species), κλπ. Θεσσ. (Καλαμπάκ. κ.ἀ.) Πελοπν. (Μάν.) Πβ. ἀγριογαρίφαλο. Ἡ λ. καὶ ὡς κύρ. ὄν. ἀνδρῶν ἢ ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γαρίφαλος ὁ, Ἀθῆν κ.ἀ. Γαρόφαλος Κύθηρ. Γαρούφαλος Βιθυν. Θράκ. (Γέν. κ.ἀ.).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA