ἀναγορε͜ιὰ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγορε͜ιὰ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀναγορε͜ιὰ ἡ, Ἤπ. ἀναγουρε͜ιὰ ᾿΄Ηπ. ἀνεγορε͜ιὰ Λεξ. Πρω. ἀνεορε͜ιὰ Θήρ. Κύθν. ἀνιγουρε͜ιὰ Μακέδ. (Χαλπιδ) ἀναγόρε͜ια Ἤπ. (Ζαγόρ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγορεύω.
Σημασιολογία
1) Ὁ περί τινος γινόμενος λόγος, μνεία τινὸς Θήρ. : Συνών. ἀθιβολή 4, ἀναθιβολή. β) ’Αντικείμενον γέλωτος, περίγελως Κύθν. : Παροιμ. φρ. Θὰ γίνῃ δήμα κιˬ ἀνεορε͜ιά (δήμα=διήγημα). Συνών. ἀναγέλασμα 2, ἀναγέλαστρον 1, ἀνάγελο 2. 2) Διαβολή, ρᾳδιουργία Ἤπ. - Λεξ. Πρω.: Αὐτή βά’ ἀναγουρε͜ιές Ἤπ. Συών. ἀβάνεμα, αβανιˬά 1 ἀνακάτεμα, ἀνακάτωμα. Πβ. ἀναγορά, ἀναγορίκι, ἀναγόριˬο
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA