γαριφαλοκέντητος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαριφαλοκέντητος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαριφαλοκέντητος ἐπίθ. ἀμάρτ. γαρουφαλοκέντητος ’Α. Καρκαβίτσ., Λόγ πλώρ., 116 - Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρίφαλο καὶ τοῦ ἐπιθ. κεντητός.

Σημασιολογία

Ὁ κεκοσμημένος μὲ «γαρίφαλα», δι᾿ ὃ ἰδ. γαρίφαλο 1 ἔνθ᾽ ἀν.: Παίρνει ’ς τὸ χέρι γαρουφαλοκέντητο πορτοκάλι ’Α. Καρκαβίτσ., ἔνθ’ ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/