γαριφαλόλαδο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαριφαλόλαδο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαριφαλόλαδο τό, πολλαχ. γαριφαλόλαδου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γαρουφαλόλαδο Ζάκ. Πάρ-Ξενόπ., Ἡ τιμὴ τοῦ ἀδελφ. 1,131. -Λεξ. Πρω. Δημητρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τῶν οὐσ. γαρίφαλο καὶ λάδι.
Σημασιολογία
᾿Αρωματικὸν ἔλαιον παρασκευαζόμενον ἀπὸ τὰ «γαρίφαλα» (μοσχοκάρφιˬα) καὶ χρησιμοποιούμενον ἐν τῇ ζαχαροπλαστικῆ ἤ ὡς φάρμακον παυσίπονον (ὀδόντων κλπ.) ἔνθ’ ἀν.: Ἡ ἀδελφή του εἶχ’ ἕνα χαλασμένο δόντι... θὰ ἔπαιρνε κ’ ἕνα μπουκαλάκι μὲ γαρουφαλόλαδο Γ. Ξενόπ., ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA