βοιˬδοκρίθαρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδοκρίθαρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδοκρίθαρο τό, Λεξ. Βλαστ. 459.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ κριθάρι.

Σημασιολογία

Κριθὴ ὡρισμένη ὡς τροφὴ βοῶν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/