ἀναγόριˬο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀναγόριˬο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀναγόριˬο τό, ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2,66 ἀναγόριˬου Σκόπ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ρ. ἀναγορεύω. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοιούτων εἰς –ιˬο ὀν. ἐκ ρημάτων ἰδ. ΓΧατζιδ. ἔνθ’ ἀν. Πβ. καὶ ἀναβάστιˬο.
Σημασιολογία
᾿Αναγορίκι, ὁ ἰδ., ἔνθ᾽ ᾶν. : Τι’ ἀναγὀριˬου σοῦ λένι κὶ θυνώ’ς; Σκοπ. Πβ. ἀναγορά, ἀναγορε͜ιά.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA