βοιˬδολάσι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδολάσι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδολάσι τό, Ζάκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) βουιˬδουλάσ’ Στερελλ. (Ἀράχ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόιˬδι καὶ τῆς παραγωγικῆς. καταλ. -λάσι, περὶ ἧς ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 2, 457-8.

Σημασιολογία

1)Πλῆθος βοῶν Ζάκ. Πελοπν. (Βούρβουρ.) Συνών. βοιˬδοθέμι. 2) Στάβλος βοῶν Στερελλ. (Ἀράχ.) Συνών. ἰδ. ἐν λ. βοιˬδοκάλυβο. 3) Μεταφ. οἰκογένεια κατωτάτης κοινωνικῆς τάξεως μὴ ἀπολαμβάνουσα ἐκτίμησιν Στερελλ. (Ἀράχ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/