γαριˬώνω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαριˬώνω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαριˬώνω Κρήτ. (Ἅγιος Βασίλ. Κατσιδ. Μεσαρ. Σητ. Σφακ. Χαν. κ.ἀ.) - Λεξ. Περίδ. Μπριγκ. βαριˬώνω Κάρπ. ’αριˬώνω Κάρπ. Κάσ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαριˬά, παρ’ ὃ καὶ βαριˬά.

Σημασιολογία

1) Κηλιδώνω, ρυπαίνω (κυρίως ἐνδύματα καὶ ὑφάσματα) ἔνθ᾽ ἀν.: Ποῦ ’πῆ’ες κ’ ἐγάριˬωσες τὰ ροῦχα σου καὶ τὰ ᾽καμες ἐτσά! Σητ. Ὅσο νὰ βάλῃς τὰ ροῦχα σου, τὰ γάριˬωσες Κατσιδ. ’Εγάριˬωσες πάλι τὴ bοδιˬά σου Σφακ. Καὶ ἀμετβ., κηλιδοῦμαι, ρυπαίνομαι ἔνθ’ ἀν. : ’Εγαριˬώσανε κιˬόλα τὰ ροῦχα μου Σητ. Τὰ ἄσπρα ροῦχα γλήορα ’αριˬώνου Κάρπ. Ἐαριˬῶσα dὰ ροῦχα σου μονημερὶς αὐτόθ. Μετοχ. γαριˬωμένος, βαριˬωμένος, ’αριˬωμένος=ρυπαρός, ἀκάθαρτος (ἐπὶ ἐνδυμάτων) ἔνθ’ ἀν.: Ἄσμ. Αὔριο θὰ μισσέψω ᾽γώ, κιˬ ἂν εἶσαι σὺ γιˬὰ μένα, βγάλε τὰ ροῦχα ποὺ φορεῖς καὶ βάλε γαριˬωμένα Κατσιδ. ’ὲθ-θέλω ᾽ιˬὼ μεταξωτά, ’ὲθ-θέλω ᾽ιˬώ βελούγιˬα, μόνοθ-θέλ’ ’ὰ μὲ θάψετε μὲ βαριˬωμένα ροῦχα Κάρπ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαριˬάζω 1. β) Συνεκδ., ὁ φορῶν ἀκάθαρτα ἐνδύματα Κρήτ. (Μεσαρ.) :Ἆσμ. Καὶ ’ς τὰ σοκάκιˬα πορπατοῦ σκισμένα, γαριˬωμένα, τὶ τ’ ἄφηκε χιλιˬάρφανα ἡ μάννα ποὺ τὰ ᾽γέννα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/