γαρκὸν

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρκὸν

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαρκὸν τό, Πόντ. (᾿Αμισ. Ἴμερ. Κρώμν. Χαλδ. κ.ἀ.) γαρκὸς ὁ, Πόντ. (Κερασ.)

Ετυμολογία

Πιθανῶς ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ἐπιθ. ἀγρικὸν (ἀγρικὸς=ἄγριος). Πβ. τὸ φωνητικῶς καὶ σημασιολογικῶς ἀνάλογον γαρνό.

Σημασιολογία

Ὁ ταῦρος ἔνθ᾽ ἀν.: Χαρίζω σε καὶ τ’ ἕναν τὸ ζογάρ’ τὰ ζουλισμένα τὰ γαρκὰ τ’ ἔχω (σοῦ χαρίζω καὶ τὸ ἕνα ζεῦγος εὐνουχισμένων ταύρων πού ἔχω) ’Αμισ. || Φρ. Ἅμον γαρκὸν (ἐπὶ εὐρώστου καὶ ρωμαλέου νέου) Ἴμερ. Ἅμον ἀζούλιγον γαρκὸν (συνών. τῇ προηγ.) Χαλδ. ‖Παροιμ. ’Εγέννησεν τὁ βούδ’ κ’ ἐποῖκεν γαρκὸν (ἐπὶ τῶν μεγαλοποιούντων κοινῶς γνωστὰ πράγματα) Κρώμν.’Ε’έντον ἀποζούλ’ τὸ γαρκὸν (ἐπὶ ἀποτυχούσης ὑποθέσεως) Χαλδ. Πβ. ἀποζούλι. Ἤνταν λέγ’νε οἱ γειτόν’, τὸ γαρκὸν τράντα γορό (ὅ,τι καὶ ἂν λέγουν οἱ γείτονες, ὁ ταῦρος κοστίζει τριάκοντα γρόσιˬα· ἐπὶ τῶν μετὰ πείσματος ἐμμενόντων εἰς τὴν ἀρχικὴν γνώμην των) αὐτόθ. ‖Ἆσμ. ’Σ σῆ Παπαβρὰμ κατάβρεχος, ’ς σῆ Σαραντάρ’ χιˬονίζει, ’ς σὴν Σόρδαν κράζ’νε τὰ γαρκά, ’ς σὸ Χορτοκόπ’ τὰ χτήν αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/