γαρμπᾶτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρμπᾶτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

γαρμπᾶτος ἐπίθ. ’Ιων. (Σμύρν.) Κύπρ.-Λεξ. Δημητρ. γαρbᾶτος Κῶς γαρbᾶτους Λέσβ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάρμπο καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -ᾶτος, ἢ ἐκ τοῦ ’Ιταλ. garbato= κομψός.

Σημασιολογία

Ὁ ἔχων κανονικὰς ἀναλογίας διαστάσεων, σύμμετρος, κομψὸς (ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων) ἔνθ’ ἄν.: Αὐτὴ εἶναι γαρμπάτη ’Ιων. (Σμύρν.) Μάστορη, τὰ παπούτσιˬα θέλω τα γαρbᾶτα Κῶς. Συνών. γαρμπερός, γαρμπόζικος, γαρμπόζος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/