γαρμπίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαρμπίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γαρμπίζω ἀμάρτ. γαρbίζω Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ἐπιθ γάρμπος.
Σημασιολογία
’Επὶ οἴνου, παρέχω ὑπόξινον γεῦσιν: Γαρbίζει λίγο τὸ κρασί.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA