γαρμπινὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρμπινὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

γαρμπινὰ ἐπίρρ ἀμάρτ γαρbινὰ Κρήτ. (Κίσ. κ.ἀ.) Μύκ. γαρπινὰ Πελοπν. (Κίτ. Μάν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ἐπιθ. γαρμπινός. Ἡ λ. καὶ ἐν Κρητικῷ συμβολαίῳ τοῦ 1730· βλ. Χριστ. Κρήτ. 1 (1912), 501 : «...καί συνορεύγει ἀπὸ ἀνατολικὰ καί γαρμπινά...».

Σημασιολογία

1) Νοτιοδυτικῶς Κρητ. (Κίσ. κ.ἀ.) Μύκ. : ’Απὸ ’παὲ νὰ πᾷς γαρbινά, θὰ βγῇς ’ς τσὶ Λουσακιˬὲς Κίσ. 2) Βορειοδυτικώς Πελοπν. (Κίτ. Μάν.): Νά κάτσετε γαρπινά ’ς τό σπίτι πού φυσᾷ λιγάϊ ἀέρας καί κάνει δροσία Κίτ ‖ Ἆσμ. Βοηˬθᾶτε μου κι ἀφήσ’τε μου, γιά ν’ἀνεβοῦ’ς τή gάμαρα, π’ ἄκουσα μνιˬά σφυριμαιτιά, ’ς τὸ πανεθύρι γαρπινά (ἐκ μοιρολ.) αὐτόθ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/