ἀραποσίταρο
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραποσίταρο
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀραποσίταρο τό, σύνηθ. ἀραπουσίταρου ἐνιαχ. βορ. ἰδιωμ. ἀραπόσταρο σύνηθ. ᾽ραποίταρο Μακεδ. (Καστορ.) ἀαπόσταου Σαμοθρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ Ἀράπης καὶ σιτάρι.
Σημασιολογία
Τὰ ἑξῆς φυτὰ τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (gramineae) 1) Ζέα ἡ μαΐς (zea mays) σύνηθ. Συνών. ἀραποσίτι, καλαμόκαρπος, καλαμοσίταρο, καλαμπόκι, κουκκουνάρα, ξενικοσίταρο, σιταροπούλλα, σίταρος. 2) Σόργον ἡ Δούρα (sorgum Durra) Ἰων. (Κρήν.) κ.ἀ. - ΠΓεννάδ. 402 καὶ 906 ΓΣακελλοπ. Ἀνοιξιάτ. γεννήμ. 62 - Λεξ. Βλαστ. 459. Συνών. ἀραβοκέχρι, *ἀραποκέχρι, λε͜ιανοκαλάμποκο, νταρί. [**]
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA