γαρνιˬάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρνιˬάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαρνιˬάζω ἀμάρτ. γαρνιˬάζου Λέσβ. γκαρνιˬάζω Πελοπν. (᾿Αρκαδ.) ’αρνιˬάζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ρανιˬάζω Κύθηρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ συμφυρμοῦ τῶν ρ. γαριˬάζω καὶ γανιˬάζω. Πβ. Ἰω. Καλλέρ., Λεξικογρ. Δελτ. 8 (1958), 53 ὑποσ. 5. Ὁ τύπ. ρανιˬάζω ἐκ τοῦ ᾽αρνιˬάζω κατ᾿ ἀντιμετάθεσιν.

Σημασιολογία

’Επὶ νηπίων καὶ παιδίων, κλαίω γοερῶς καὶ παρατεταμένως, μελανιˬάζω ἀπὸ τὸ πολὺ κλάμα ἔνθ᾽ ἀν.: Τοὺ μουρὸ γάρνιˬασι Λέσβ. Πρέπει πὼς εἶναι ἀρρωστημένο τὸ παιδὶ καὶ ’ιˬὰ ’φτὸ ’αρνιˬάζει ἐτσὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Τὸ παιδὶ ράνιˬασε ’ς τὸ κλάμα Κύθηρ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. γαρίζω 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/