γαρνιτουρίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαρνιτουρίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαρνιτουρίζω Θήρ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαρνιτούρα.

Σημασιολογία

1) Ράπτω σχοινίον κατὰ τὰ ἄκρα ἱστίου διὰ νὰ προφυλάξω τοῦτο ἀπὸ ταχεῖαν φθοράν. 2) Μεταφ., περιττολογῶ φλυαρῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/