βοιˬδόπουλλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδόπουλλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

βοιˬδόπουλλο τό, Ἄνδρ. κ.ἀ. βουιˬδόπουλλο Ἄνδρ. κ.ἀ. βουδόπουλλο Κύθν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. κ.ἀ. βοδοπούλλι Τῆλ. βουδόπον. Πόντ. (Κερασ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ. Χαλδ.) βοδόκ-κο Καππ. βουδόκ-κο Καππ. βοτόκ-κο Καππ. βουτόκ-κο Καππ. βουιˬδέκο ὁ, Πόντ. (Ὄφ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόιˬδι καὶ τῆς καταλ. -πουλλο, δι᾿ ἣν ἰδ. -πουλλος. Ὁ τύπ. βουδόπουλλο καὶ παρὰ Σομ.Ὁ τύπ. βουδόπον ἐκ τοῦ διαμέσου ἀμαρτ. βουδόπ’λον. Διὰ τοὺς τύπ. εἰς -όκ -κο ἰδ. ΔΟἰκονομίδ. ἐν Ἀρχ. Πόντ. 8 (1938) 71 κἑξ.

Σημασιολογία

Μικρὸς ἄρρην βοῦς, μόσχος. Συνών. ἰδ. ἐν λ. βοιˬδάκι 1.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/