γαστάλδος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστάλδος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαστάλδος ὁ, ᾿Α.Λασκαρᾶτ., Στιχουργ.2,28 Μυστήρ.,8 Ἤθη, 194 Ποιήμ., 32 γαστάρδος Κεφαλλ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ ’Ενετ. gastaldo=ἐπιστάτης κτημάτων, κλπ ἤ δικαστικὸς ὑπάλληλος ἐπιστατῶν εἰς τὴν ἐκτέλεσιν ἀποφάσεων τῶν δικαστηρίων.
Σημασιολογία
Ὑπὸ τὴν δευτέραν ταύτην σημασίαν ἡ λ. γαστάλδος ἀπαντᾷ συχνὰ εἰς Κρητικὰ συμβόλαια τῆς ᾿Ενετοκρατίας• βλ. Σ. Ξανθουδ., Χριστιαν. Κρήτ. 1 (1912), 143, 321. Πβ. Λεξ. Πρω. Δημητρ. Ὁ ἐπίτροπος ναοῦ ἔνθ’ ἀν.: Ἤτανε τότες οἱ ἐπιτρόποι τσ᾽ ἐκκλησιˬᾶς, ποὺ τσὸ ’λέαμε γαστάρδους Κεφαλλ. ‖ Ποίημ.Κ’ ἐπήαινε ν᾿ ἀνάψῃ καὶ περ᾽σσότερα• μὰ οἱ γαστάλδοι, ποὺ στέκουν καὶ κοιτοῦνε, τοῦ λὲν πὼς φτάνει• δυˬὸ κεριˬῷὰ δικοῦνε Ἀ Λασκαρᾶτ., Στιχουργ.2 ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA