βοιˬδοσκολὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βοιˬδοσκολὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βοιˬδοσκολὴ ἡ, ἀμάρτ. βουιˬδουσκουλὴ Εὔβ. (Ἄκρ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. βόιˬδι καὶ σκολή.

Σημασιολογία

Οἱονεὶ τὸ σχολεῖον τῶν βοῶν, εἰρωνικῶς ἐπὶ ἀνθρώπου ὅστις δὲν ἐφοίτησε καθόλου εἰς σχολεῖον, ἀλλ’ ἠσχολεῖτο μόνον εἰς τὴν φύλαξιν τῶν βοῶν εἰς τὴν ἡλικίαν καθ’ ἣν ἔπρεπε νὰ μάθῃ γράμματα: Ξέρ’ οὑ δεῖνα γράμματα; -Πῶς; ἔ᾽ βγά’ τ’ βουιˬδουσκουλή. Πέρασι ’ποὺ τ’ βουιˬδουσκουλή, γιˬ’ αὐτὸ εἶνι ἔτσ’ ξιφτέρ’ ’ς τὰ γράμματα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/