γαστέρι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστέρι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαστέρι τό, ἀμάρτ γαστέρ’ Ἴμβρ.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαστέρα.
Σημασιολογία
1) Τὸ ἤνυστρον (τέταρτον μέρος τοῦ στομάχου) τῶν γαλαθηνῶν ἀμνῶν καὶ ἐρίφων. β) Συνεκδ., τὸ περιεχόμενον ἐν αὐτῷ κατὰ τὴν σφαγὴν τοῦ ζῴου ὄξινον γάλα, χρησιμοποιούμενον πρὸς παρασκευὴν πυτίας διὰ τὴν τυροκομίαν. Συνών γαστέρα 3. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. Θάσ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA