γαστρὶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστρὶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαστρὶ τό, Ἄνδρ. Θράκ. (Κεσάν. κ.ἀ.) ’Ικαρ. Κέρκ. Κρήτ. (Βάμ. Ἡράκλ. Σέλιν. Σητ. Σφακ. κ.ἀ. ) Κύθηρ. Κύθν. Κύπρ. Παξ. Πόντ. (Κερασ. Οἰν. Ὄφ. Σινώπ. κ.ἀ.) Ρόδ. Σίφν. -Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Δημητρ. γαστρὶν ’Ικαρ. Κύπρ. Πόντ (Ἴμερ. Κερασ. Τραπ. κ.ἀ.) βαστρὶ Κάρπ. Κῶς Νίσυρ. Ρόδ. Τῆλ. Χάλκ 'αστρὶ Κάρπ ’ιˬαστρὶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γιˬαστρὶ Νάξ. (᾿Απύρανθ.) χαστρὶ ’Ικαρ. Σύμ. γραστὶ Πόντ. (Οἰν. κ.ἀ.) gραστὶ ᾿Απουλ. (Καλημ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. γαστρίον. Διὰ τὴν τροπὴν τοῦ γ εἰς χ εἰς τὸν τύπ. χαστρί, βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,420|21.
Σημασιολογία
1) Τὸ περὶ τὴν κοιλίαν καὶ πρὸς τὸν πυθμένα τμῆμα τῶν πηλίνων ἀγγείων Κύπρ. Ρόδ. κ.ἀ. -Λεξ. Βάιγ.: ᾽Εκάμαμεν τὸ γαστρί, τώρα θὰ χτίσωμε τὸ πιθάρι (εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν ἀγγειοπλαστῶν) Ρόδ. ‖ Ἆσμ. Μέσα ᾿κεῖ ’ν’ τὸ πιθαρούδιν | τὸ ἑξηνταγομαρούδιν• ἔσκυψε νὰ τοῦ γευτῇ | κ᾿ ἔκατσέ το ὥς τὸ γαστρίν (δηλ. τὸ ἐκένωσε μέχρι τῆς κοιλίας) Κύπρ. β) Τὸ ἀπὸ τῆς κοιλίας καὶ κάτω ἀκέραιον τμῆμα θραυσθέντος καὶ κολοβωθέντος κατὰ τὸ ἄνω μέρος πηλίνου ἀγγείου, κατάλληλον εἰς ποικίλας προχείρους χρήσεις (οἷον : εἰς τὸ ἄρμεγμα προβάτων, τὴν παράθεσιν τροφῆς ἤ ὕδατος εἰς οἰκόσιτα ζῶα ἤ πτηνά, τὴν διατήρησιν ὕδατος διὰ τὸ «βάψιμο» σιδηρῶν ἐργαλείων, τὴν διαφύλαξιν τέφρας χρησίμου διὰ τὴν πλύσιν τῶν ἐνδυμάτων, τὴν ἐμφύτευσιν καλλωπιστικῶν φυτῶν, τὴν νυκτερινὴν οὔρησιν, κλπ.) Κάρπ. Κέρκ. Κύθν. Κύπρ. Κῶς Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Παξ. Πόντ. (Ἴμερ. Κερασ. Ὄφ. Σινώπ Τραπ. κ.ἀ.) Σίφν. Σύμ. Τῆλ.: Βάλε τὰ πίτερα ’ς τὸ γαστρὶ νὰ φᾶν οἱ κόττες Παξ. Φέρε μου τὸ ’ιˬαστρὶ μὲ τὰ πίτερα Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Φέρε τὸ ’ιˬαστρὶ τοῦ γάττη αὐτόθ. ’Σ τὸ ’ιˬαστρὶ θὰ φ’τέψω τὸ βασιλικὸ αὐτόθ. Ἃμον γαστρὶν ἐποῖκες τὸ κεῦος -ι-μ’ (οἱονεὶ οὐροδόχον ἀγγεῖον, δηλ. πολύ ἀκάθαρτον) Πόντ. (Ὄφ. κ.ἀ.) || Ἆσμ. Στρατὶν μ’ ἦταν κ᾽ ἐδιˬάβαιν-να ἀπὸ τὸν ἅιν-Φώτη, τὰ γιˬατρικά του εἶχεν τα εἰς τὸ γαστρὶ τοῦ μπότη (μπότης=πὴλινον ὑδροδοχεῖον) Κύπρ. Συνών. γάστρα 5. γ) ᾽Αγγεῖον πήλινον τοῦ αὐτοῦ περίπου σχήματος πρὸς τὸ προηγούμενον, κατασκευαζόμενον καὶ χρησιμοποιούμενον εἰδικῶς εἰς τὴν οἰκιακὴν ἀνθοκομίαν Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Πόντ. (Οἰν. Σινώπ. Τραπ. κ.ἀ.)-Λεξ. Μπριγκ. Δημητρ.: Ἔχω δύο γαστρία καραφούλιˬα Τραπ. ’Αδρεύω τὸ γαστρὶ (ποτίζω τὴ γλάστρα) Οἰν. || Γνωμ. Μουδὲ σκυλλί, μουδὲ καττί, μουδὲ γαστρὶ (ἐνν. ὅτι οὐδὲν τούτων πρέπει νὰ ἀπασχολῇ τοὺς νεονύμφους) Σέλιν. Συνών. γάστρα 6, γλάστρα, γλαστρί. δ) Κυαθίσκος πήλινος εὐτελὴς Παξ.: Φέρε τὸ ἔρ’μο σου τὸ γαστρὶ γιὰ νὰ σοῦ βάλω τὸν καφέ σου. Πβ. γαστρόκουπα. ε) Κυψέλη μελισσῶν ᾿Ικαρ. Πβ.γάστρα 7. 2) Γάστρα 1, ὃ ἰδ. Θράκ. (Κεσάν. κ.ἀ.) Ἡ σημ. καὶ Βυζαντ. 3) Οἱονδήποτε κεράμιον ὄστρακον, τεμάχιον συντριβέντος πηλίνου ἀγγείου ’΄Ανδρ. ’Απουλ. (Καλημ.) Κάρπ. Κρήτ. (Βάμ. Ἡράκλ. Σητ. Σφακ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Ρόδ. Σίφν. Σύμ Χάλκ.: Βάλε κάρβουνα’ς τὸ γαστρὶ Σφακ. Ἑλληνικὸ βαστρὶ (ὄστρακον ἀρχαίου Ἑλληνικοῦ ἀγγείου) Ρόδ. Φτεῖς ’ς ἕνα βαστρὶ καὶ τὸ πετᾷς καὶ κάμνει τοῦμπες Νίσυρ. Τὰ ᾽ιˬαστριὰ τῆς σπασμένης λα’ύνας θέλω τα Νάξ. (’Απύρανθ.) Μουρέ, μὰ ὅλη μέρα θὰ κάθεσαι νὰ κοπανίζῃς γιˬαστριά; εἶdα θὰ τὰ κάμῃς; αὐτόθ.|| Φρ. Αὐτὸς ξανοίγει τὸ γαστρὶ (δηλ. ἀσχολεῖται ἐρασιτεχνικῶς μὲ τὰ ὄστρακα τῶν ἀρχαίων ἀγγείων) Κρήτ. (Ἡράκλ κ.ἀ.) Συνών. βήσαλο, γαστράκι, γαστρούδιν, γυˬαλί, κεραμιδάκι. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Γαστρὶ ’Ιθάκ. Γαστριά Κύπρ. Βαστριά Κάρπ. Ρόδ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA