γαστρολόγος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαστρολόγος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γαστρολόγος ὁ, ἀμάρτ. γαστρουλόγους Ἢπ. (Χουλιαροχ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Μέγα Χωρ κ.ἀ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάστρα καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -λόγος.
Σημασιολογία
Ἡ εἰδικῶς κατασκευαζομένη ἐσοχῆ εἰς τὸν τοῖχον τοῦ μαγειρείου διὰ τὴν τοποθέτησιν τῆς «γάστρας», δι’ ὃ ἰδ. γάστρα 1 ἔνθ᾽ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA