βοιˬδοφέρνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βοιˬδοφέρνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βοιˬδοφέρνω Πελοπν. (Οἰν.) κ.ἀ.-Λεξ. Δημητρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βόιˬδι καὶ τοῦ ρ. φέρνω, περὶ οὗ ὡς β΄συνθετ. ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 22 (1910) 252.
Σημασιολογία
Εἶμαι ὀλίγον τι μωρός. Συνών. ἀγαθοφέρνω, ἀλαφροφέρνω, ἁπλοφέρνω, κουτοφέρνω, χαζοφέρνω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA