γαστρούλα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαστρούλα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γαστρούλα ἡ, Ζάκ Πελοπν. (Μάν.) Στερελλ.(Αἰτωλ. Ἀχυρ Περίστ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γάστρα καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ -ούλα.

Σημασιολογία

1) Ἡ μικρά «γάστρα», δι’ ὅ ἰδ. γάστρα 1 Στερελλ. (Ἀχυρ. Περίστ ): Ἔρρ’ξα τοὺ ψουμὶ ᾽ς τὴ γαστρούλα Περίστ. β) Μεταφ., ἡ κατὰ τὸν χορὸν ἐκτελουμένη ὑπὸ φουστανελοφόρου κυκλικὴ στροφὴ μετά κάμψεως τῶν γονάτων, ὁπότε ἡ ἀνεμιζομένη φουστανέλα λαμβάνει τὸ σχῆμα «γαστρούλας» Στερελλ. (Ἀχυρ Περίστ. ): Κάνι κὶ κανιˬὰ γαστρούλα (προτροπὴ πρὸς χορευτὴν) ᾿Αχυρ. 2) Ἡ μικρὰ «γάστρα», δι’ ὃ ἰδ. γάστρα 6 Ζάκ. 3) Γαστέρα 4, ὃ ἰδ. Πελοπν. (Μάν.) || Ἆσμ. Μόνε γαστρούλα ζηλευτὴ μὲ τ᾿ ἀσημένιˬο χέρι, πὄκανε κρύσταλλο νερό, χειμῶνα καλοκαίρι (ἐκ μοιρολ.) 4) Εἶδος ἀγρίου χόρτου Στερελλ. (Αἰτωλ. Περίστ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/