γάττα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάττα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

γάττα ἡ, κοιν. gάττα Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ποτάμ.) κάττα πολλαχ. καὶ Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν. Γούρτον. Φλογ.) Πόντ (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.) κάτ-τα Εὔβ. ( Ἀνδρων. Κουρ. ᾽Οξύλιθ. κ.ἀ.) κάτ-θα Κάλυμν. Κάρπ Κάσ. Κῶς Ρόδ. Σύμ. Σχιν. Τῆλ. κάτσα Μέγαρ. Πληθ. κάττες τά, Πόντ. (Οἰν.) κάττας τά, Πόντ. (᾿Αργυρόπ. Κερασ. Κοτύωρ. Κρώμν. Τραπ. Χαλδ.)

Χρονολόγηση

Βυζαντινό

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γάττα καὶ κάττα, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. Λατιν. catta. Βλ. καὶ γάττος.

Σημασιολογία

1) Τὸ γνωστὸν οἰκοδίαιτον θηλαστικὸν γαλῆ ἢ αἴλουρος ἡ κατοικίδιος (felis domestica), τῆς οἰκογενείας τῶν αἰλουριδῶν (felinae), κυριολεκτικῶς μὲν τὸ θηλυκὸν αὐτῆς, καταχρηστικῶς δὲ καὶ συνήθως πᾶσα γαλῆ ἀνεξαρτήτως γένους κοιν. καὶ Καλαβρ. (Μπόβ.) Καππ. (Ἀνακ. Ἀραβάν.Ποτάμ.) Πόντ. (Ἀργυρόπ. Κοτύωρ. Κρώμν. Οἰν. Τραπ. Χαλδ.): Ἡ γάττα νιˬαουρίζει - Ἔχω μιˬὰ γάττα ζημιˬάρα - Πόσες γάττες ἔχετε ᾿ς τὸ σπίτι; κοιν. Ἔχουμι ἕνα σουρὸ γάττις Εὔβ. (Ἂκρ. κ.ἀ.) Ἡ κάττα μας ἔκανε gατσουλάκιˬα Κρήτ. (Σέλιν. κ.ἀ.) Ὅτι νὰ ’εννήσῃ ἡ κάττα σας, νὰ μοῦ δώσετε θέτε κ’ ἐμένα ’να gατσουλάκι Νάξ. (᾽Απύρανθ.) Νίβγεται ἡ κάττα μας, μουσαφίρ’δις ’ὰ νά ’ρτ’να Θράκ. (Σαρεκκλ.) Ἔχουμε μία κάτ-τα τσαὶ τρία κατ-τάτσιˬα Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Ἡ κάτ-θα μου ἤκαμεμ-bένdε κατ-θάτιˬα Κῶς Εἶδεν ὀbρός της μιὰ gάτ-θα Σύμ. || Φρ. Τὰ πᾶνε σὰν τὴ γάττα μὲ τὸ σκύλλο (ἐπὶ τῶν διαρκῶς διαφωνούντων ἤ ἐριζόντων) κοιν. Οὔτε γάττα, οὔτε ζημιˬὰ (ἐπὶ ἐσκεμμένης ἐξαφανίσεως παντὸς πειστηρίου ἐνοχῆς) κοιν. Κάθεται σὰν τὴ βρεμένη γάττα (ἐπὶ τοῦ ἐμφανῶς ἐνόχου κακῆς πράξεως) κοιν. Ἅμον μαλαγμέντσα κάττα (συνών. τῆ προὴγ.) Πόντ. (Χαλδ.) Εἶναι ἑφτάψυχος σὰ γάττα (ἐπὶ τοῦ ἔχοντος ὀργανισμὸν ἀνθεκτικὸν εἰς τὰς ἀσθενείας) σύνηθ. Ἅμον τὴν κάτταν ἑφτὰ ία ἔχει (συνών. τῆ προηγ.) Πόντ. (Χαλδ. κ.ἀ.) Ἔπιˬασε τὴ γάττα ἀπὸ τὰ νύχιˬα (ἐπὶ τοῦ ἀποτυχόντος εἰς οἰκονομικῆς φύσεως ἐπιχείρησιν) πολλαχ. Σκίζει τὴ γάττα (ἐπὶ τοῦ συνηθίζοντος νά ἐκφέρῃ ματαίας ἀπειλὰς) πολλαχ. Τὰ σκεπάζει σὰν τὴ γάττα (ἐπὶ τοῦ συγκαλύπτοντος ἐντέχνως τἀ πειστήρια τῆς ἐνοχῆς του) πολλαχ. || Παροιμ. φρ. Τρώει ἡ γάττα ψάριˬα; (ἐπὶ περιττῆς ἐρωτὴσεως) πολλαχ. Δὲ ρωτοῦν τὴ γάττα ποῦ θὰ βάνουν τὰ ψάριˬα (ἐπὶ ἐρωτὴσεων ἀπευθυνομένων πρὸς οὓς ἀκριβῶς δὲν χρειάζεται) πολλαχ. Πίνει ἡ γάττα ξίδι; (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἀνάγκης ἢ ἐκ πεποιθήσεως ἐγκρατοῦς) ἐνιαχ. Ἡ κάττα πί’ ὀξίδ’; (συνών. τῆ προηγ.) Πόντ. (Χαλδ.) Θέ’ κ᾽ ἡ κάττα ρεπά’ (ἐπὶ παραλόγου ἤ ἀκαίρου ἀξιώσεως) Θράκ. (Σαρεκκλ.) || Παροιμ. Ἔφυγε ἡ γάττα καὶ χορεύουν τὰ ποντίκιˬα (ἐπὶ ἀταξιῶν ἤ παραβάσεων γινομένων ἐν ἀπουσία τοῦ πατρός, διδασκάλου, προϊσταμένου, κλπ.) κοιν. ’Ηψόφησεν ἡ γάττα τσαὶ χορεύγουν τὰ bodίτσιˬα (συνών. τῆ προηγ.) Ἄνδρ. Τὰ κάττας ἐξενίτεψαν κ’ οἱ πεντικοὶ χορεύ’νε (συνών. τῆ προηγ.) Πόντ. (Κρώμν.) Γάττα ποὺ κοιμᾶται ποντικοὺς δὲν πιˬάνει (ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ὀκνηρίας) πολλαχ. Ἡ γάττα γιˬὰ τὰ ψάριˬα τὴ γούνα τζη πουλεῖ (ἐπὶ κοιλιοδούλων) Θήρ. Ἡ παροιμ. ἐν παραλλαγ. κ.ἀ. Δέ τ’γάττα κὶ τρώει ψουμὶ (ἐπὶ φιλαργύρων) Μακεδ. (Βελβ. κ.ἀ.) Ὅπο͜ιος λυπᾶται τῆς κάτ-θας τὸ ψωμί, τρώουν οἱ πονdικοὶ τὰ ροῦχα του (ἐπὶ ἀνοήτου καὶ ἀσκόπου φειδοῦς) Σύμ. Βούδ πουλεῖ καὶ κάττας ἀγοράζ’ (ἐπὶ τῶν ἀλογίστως, καὶ ἐπιζημίως ἄρα, συναλλασσομένων) Πόντ. (Κερασ. Χαλδ.) Τ’ς γάττας ἡ δρουμὴ ἴσιˬαμι τοὺν ἀχυριˬῶνα (ἐπὶ ἁψικόρων εἰς τὴν ἐργασίαν) Εὔβ. (Στρόπον.) Ἡ γάττα ὅντας δὲ φτά’ τὰ ψάριˬα, λέει : βρουμᾶν (ἐπὶ τῶν τὴν ἀνάγκην φιλοτιμίαν ποιουμένων) Ἤπ. Θεσσ. Θράκ. (Αἶν.) Ἡ κάττα ᾽ς σὸ κρέας ᾽κ᾿ ἔφτασεν καὶ εἶπεν: Παρακευὴ ἔν᾽ (συνών. τῆ προηγ.) Πόντ. (Τραπ.) Πβ. τὸ Αἰσώπειον: « ὄμφακές εἰσιν». Ἡ κάττα ντὸ γεννᾷ, πεντικὸν πιˬάν’ (ἐπὶ τῆς ὁμοιότητος τῶν ἐλαττωμάτων μεταξύ γονέων καὶ τέκνων) αὐτόθ. Πβ. καὶ γάττος 1. || Ἆσμ. Σὰ μάθ᾽ οὑ σκύλλους γράμματα κ’ ἡ κάττα νὰ διˬαβάζῃ, τότις θὰ παdριφτῇς κὶ σύ, νὰ κά’ ἡ κόσμους χάζι Λέσβ. 2) Συνεκδ., τὸ δέρμα τῆς γαλῆς (εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν γουναράδων) ᾿Αθῆν. Μακεδ. (Καστορ.) Συνών. γαττοπροβιˬά, γαττουλοπροβιˬά, γαττουλοτόμαρο. 3) Εἶδος καρκινίου τῆς θαλάσσης, πιθανῶς βερνάρδος ὁ ἐρημίτης (eupagurus bernardus), τῆς οἰκογενείας τῶν παγουριδῶν (paguridae) Σκῦρ. Σύμ. Συνών. γάττος 3. β) Τὰ κογχύλια ἐντὸς τῶν ὁποίων διαβιοῦν τὰ μαλακόστρακα ταῦτα, χρησιμοποιούμενα ὡς φάρμακον κατὰ τοῦ ἕρπητος μετὰ προηγουμένην διάλυσίν των ἐντὸς ὀποῦ λεμονίου, ἤ εἰς περίαπτα ζῴων, ἢ καὶ ἁπλῶς εἰς παιγνίδια μικρῶν παιδίων Κύπρ. Σκῦρ. Σύμ. 4) Εἶδος ἀγριοχόρτου βρωσίμου, ἁϋναλδία ἡ τριχωτὴ (haynaldia villosa), τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae), γνωστὸν ὡς: τ᾿ς γάττας τ’ ἀφτί Σαμοθρ., τ’ γάττας τὰ β’ζιˬὰ Θεσσ., τ᾿ς γάττας τοὺ σταφύ’ Ἢπ. Συνών ἀγριοσικαλεˬά, ἀγριοσίταρο 1γ. 5) ᾿Ακιδωτὸς κρίκος τοποθετούμενος εἰς τὸ πρὸς τὴν σιαγόνα ἄκρον τῆς φορβειᾶς τῶν ὑποζυγίων, τὰ ὁποῖα ἀναγκάζει εἰς ταχὺ βάδισμα διὰ τοῦ ἐρεθισμοῦ ὃν προκαλεῖ συρομένης τῆς φορβειᾶς Μακεδ. (Ὄλυμπ.) 6) Εἶδος κολυμβητικοῦ σχήματος Προπ. (Πανορμ.) Πβ. γαττίτσα 3. 7) Μετων., ἄνθρωπος (κυρίως γυνή) πονηρὸς καὶ δόλιος Μακεδ. (Βογατσ.) Μέγαρ. Σύμ Σῦρ : Εἶναι μιˬὰ γάττα! Σῦρ. Τί γάττα ποὺ εἶνι! Βογατσ. Πβ. γάττος 5. β) Ἄνθρωπος ὀξυδερκὴς εἰς τὸ σκότος Μακεδ. (Βογατσ.): Εἶνι σουστὴ γάττα! γ) Ἂνθρωπος δειλὸς Ζάκ. 8) Εἶδος παιδιᾶς, καθ’ ἥν οἱ παίζοντες σχηματίζουν κύκλον, εἰς τὸ μέσον τοῦ ὁποίου ἵσταται ὁ ὑποδυόμενος τὴν «γάτταν», καὶ ἀνταλλάσσουν δρομαίως ἀνὰ δύο τὰς θέσεις των διερχόμενοι πλησίον τοῦ τελευταίου τούτου, προσπαθοῦντος νἀ συλλάβῃ τινά, ὅστις ὑποχρεοῦται νὰ τὸν ἀντικαταστήσῃ, οὕτω δὲ συνεχίζεται ἡ παιδιὰ Πελοπν. (Κυνουρ.) κ.ἀ. β) ᾿Εν τῆ φρ. ἡ γάττα καὶ τὸ ποντίκι, εἶδος παιδιᾶς κορασίδων, μία τῶν ὁποίων ὑποδύεται τὴν «γάτταν», ἑτέρα τὸ «ποντίκι», αἱ δὲ λοιπαὶ σχηματίζουν κύκλον κρατούμεναι διὰ τῶν χειρῶν∙ ἡ «γάττα» προσπαθεῖ νὰ συλλάβῃ ἢ νὰ ἐγγίσῃ ἁπλῶς τὸ«ποντίκι», τὸ ὁποῖον φεύγει δι’ ἐλιγμῶν, εἰσερχόμενον καὶ ἐξερχόμενον τοῦ κύκλου διὰ τῶν μεταξὺ δύο παικτριῶν ἀνοιγμάτων• ἐὰν τὸ κατορθώσῃ ἢ ἐὰν φωραθῆ μὴ ἀκολουθοῦσα τὴν αὐτὴν πρὸς τὸ ποντίκι πορείαν, θεωρεῖται ἀντιστοίχως νικήσασα ἢ νικηθεῖσα, ὁπότε γίνεται ἀντικατάστασις τῆς μιᾶς ἢ τῆς ἄλλης ἢ καὶ ἀμφοτέρων, καὶ οὕτω συνεχίζεται ἡ παιδιὰ Μακεδ. (Φλόρ.) Πελοπν. (Γορτυν. Μαντίν. Κυνουρ.) Στερελλ. (Λαμ.) κ.ἀ. Πβ. γαττίτσα 2β. γ) ᾿Εν τῆ φρ. ἡ γάττα με τὰ ψάρια, εἶδος παιδιᾶς κορασίδων, καθ᾽ ἣν αὗται σχηματίζουν κύκλον ἀλληλοκρατούμεναι διὰ τῶν χειρῶν, πλὴν δύο, ἡ μία τῶν ὁποίων ὑποδύεται τὴν «γάτταν» καὶ μένει ἔξω τοῦ κύκλου, ἡ δὲ ἑτέρα τὴν «μάνναν» καὶ φυλάσσει τὰ «ψάρια» (δηλ. ὀλίγα ξυλαράκια τοποθετούμενα εἰς τὸ κέντρον τοῦ κύκλου)∙ἡ κυρίως παιδιὰ συνίσταται εἰς τὴν προσπάθειαν τῆς «γάττας» νὰ ἁρπάσῃ μερικὰ ἢ ὅλα τὰ «ψάρια», ἐπωφελουμένη ἀπροσεξίας τινὸς τῆς «μάννας» καί, ἐν περιπτώσει ἐπιτυχίας, εἰς τὴν καταδίωξίν της ὑπὸ τῆς τελευταίας, μεθ’ ὃ ἰσχύουν τὰ ἐν τῆ προηγουμένῃ περιπτώσει ἐφαρμοζόμενα ὡς πρὸς τὴν ἀντικατάστασιν τῆς ἀποτυχούσης καὶ τὴν συνέχισιν τῆς παιδιᾶς Ἤπ. (Ζαγόρ.) Πελοπν.(Γορτυν. Μαντίν. Κυνουρ.) κ.ἀ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ Γάττα ἈΡουμελ (Σωζόπ.) Κάβο-Γάττας Κύπρ. Πβ. καὶ γάττος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/