βολάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

βολάζω, Ἄνδρ. Βιθυν. Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ. Μυριόφ.) Κύθν. Κωνπλ. Μεγίστ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Πελοπν. (Πυλ. κ.ἀ) Προπ. (Ἀρτάκ. Κούταλ. Κύζ. Πάνορμ.) Σέριφ. Σῦρ. Τῆλ. Τῆν. Χίος κ.ἀ.-ΑΜαμμέλ. Θαλασσιν. 32 καὶ 107.-Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. ΜἘγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. 310 Πρω. Δημητρ. βουλάζου Λῆμν. Μακεδ. (Καστορ.) Σάμ. Τῆν. βαλάζω Εὔβ. (Ὀκτον.) βολάσσω Εὔβ. (Κουρ.) Ἰκαρ. Κρήτ. Κύθηρ. Σέριφ. Χίος κ.ἀ. βολάτσω Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόλος. Τὸ βαλάζω κατ᾿ ἀφομ. προληπτικήν. Τὸ βολάσσω κατὰ τὰ ἀρχαιόθεν διασωθέντα εἰς -σσω, ὡς ἀράσσω, δι’ ὃ ἰδ. ἀράζω κττ.

Σημασιολογία

Α) Μετβ. 1) Ρίπτω τὰ δίκτυα εἰς τὴν θάλασσαν πρὸς ἁλιείαν Θρᾴκ. (Ἐπιβάτ. Μυριόφ.) Ἰκαρ. Κύθν. Κύθηρ. Κωνπλ. Μέγιστ. Μύκ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Νίσυρ. Προπ. (Ἀρτάκ. Κούταλ. Κύζ. Πάνορμ.) Σέριφ. Τῆλ. Τῆν. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Πόππλετ. Περίδ. Βυζ. Μπριγκ. Μ’Εγκυκλ. Ἐλευθερουδ. Βλαστ. ἔνθ’ ἀν. Πρω. Δημητρ. Συνών. βολιˬάζω (Ι) βολίζω. β) Ἁλιεύω διὰ βολῶν, ἤτοι ρίπτων καὶ ἀνασύρων ἀμέσως τὸ δίκτυον Βιθυν. Μακεδ. (Καστορ.) κ.ἀ.-ΑΜαμμέλ. ἔνθ’ ἀν. 107. 2) Ἀνακινῶ, πλήττω τὴν θάλασσαν μὲ τὴν βολαχτῆραν ἑκατέρωθεν τῶν δικτύων, ἵνα πτοηθέντες οἱ ἰχθύες ἐμπέσουν εἰς αὐτὰ Ἄνδρ. Κρήτ. Μύκ. Πελοπν. (Πυλ. κ.ἀ.) Σάμ. Σίφν. Σύμ. Τῆν. κ.ἀ. Καὶ ἀμτβ. ἀνακυκῶμαι, ἀναταράσσομαι, ἐπὶ τῆς θαλάσσης Σύμ. Συνών. βολίζω. 3) Κτυπῶ τὸ γάλα πρὸς ἐξαγωγὴν τοῦ βουτύρου Εὔβ. (Ὀκτον.) 4) Ἀνακινῶ τὸ ἐντὸς δοχείου ὑγρὸν διὰ νὰ σχηματισθῇ καθίζημα Σῦρ. 5) Δέρνω, κτυπῶ Λῆμν.: Ὅγο͜ιους πιράσ’ ἀπ᾿ τὴ σπιτόμαdρα τοὺν πιάν’νι κὶ τοὺν βουλάζ’νι. Β) Ἀμτβ. 1) Βυθίζομαι Εὔβ. (Κουρ.): ’Πὸ τὸ πρωὶ ὥς τὸ βράδυ βολάσσει μέσ’ ’ς τὰ νερά. 2) Ἀναπηδῶ εἰς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης, ἐπὶ ἰχθύων Κρήτ.: Βολάσσει ἡ βοῦπα (ἡ γῶπα). 3) Διατελῶ ἐν κινήσει περιστρεφόμενος πάντοτε περὶ τὸ αὐτὸ σημεῖον Ἄνδρ. Κρήτ. Μύκ. Χίος κ.ἀ. Συνών. ἀναβολάζω 6, στριφογυρίζω. 4) Πλανῶμαι ἀσκόπως Μύκ.-ΑΜαμμέλ. ἔνθ᾽ ἀν. 32: Ποίημ. Ἀκρογιˬαλιˬὰ τραυῶ κ’ ἔτσι ὡς βολάζω τῆς μοίρας μου πικρὰ κἄτι τῆς κράζω ΑΜαμμέλ. ἔνθ. ἀν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/