βόλακας
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βόλακας
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
βόλακας ὁ, Κάρπ. Κρήτ. Χίος κ.ἀ.-Λεξ. Βλαστ. 481.
Ετυμολογία
Μεγεθ. τοῦ οὐσ. βόλος διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ακας.
Σημασιολογία
1)Λίθος χειροπληθὴς Κρήτ. Χίος-Λεξ. Βλαστ.: Τοῦ ’συρε ἕνα βόλακα Χίος Τοῦ τραυοῦσε κἄτι βολάκους! αὐτόθ. 2) Ὀγκόλιθος, βράχος Κάρπ. Κρήτ. Χίος κ.ἀ. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. Βόλακας Κάρπ. Κρήτ. Μακεδ. (Δράμ.) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σῦρ. Τῆν. Χίος Βολάκοι ᾿Αντικύθ. Ἄσπρος Βόλακας Κάρπ. Σουβλωτὸς Ἀβόλακας Κρήτ. Χοντροὶ Βολάκοι Κρήτ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA