ἄρατα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρατα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἄρατα τά, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) ἄρατα - πύλατα Ἤπ. ἄρατα - πύλατα Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τῆς προστ. ἄρατε κατ᾽ ἀναλογ. τοῦ πέρατα συχνάκις ἀκουομένου ἐν τῇ ἐκκλησιαστικῇ γλώσσῃ. Πβ. Ψαλμ. 18,5 «εἰς τὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης», 47,11 «ἐπὶ τὰ πέρατα τῆς γῆς». Κατὰ τὸ ἄρατα ἐσχηματίσθη καὶ τὸ πύλατα καὶ περαιτέρω πύρατα ἐκ τοῦ πύλατε, δι᾿ ὃ ἰδ. ἄρατε.

Σημασιολογία

Τὸ ἀπώτατα κείμενον μέρος, τὸ ἔσχατον ὅριον τῆς γῆς ἔνθ᾽ ἀν.: Φρ. Ἔφ’χι κὶ πῆρε τ᾽ ἄρατα (ἐτράπη εἰς φυγήν, ἐξηφανίσθη) Ζαγόρ. Πῆρι τ᾿ ἄρατα - πύρατα Αἰτωλ. Ἤπ. Συνών. ἀρατιά.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/