βολάκριδας

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολάκριδας

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

βολάκριδας ὁ, βολάκριθας Λεξ. Βλαστ. 437 βουλάκριθους Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ συμφύρσ. τοῦ ἀρχ. οὐσ. βολακρία καὶ τοῦ οὐσ. ἀκρίδα. Ἰδ. ΜΣτεφανίδ. ἐν Λεξικογρ. Ἀρχ. 5,71.

Σημασιολογία

Ἡ ἐντὸς βώλου (ἀργιλλώδους γῆς) παραμένουσα ἄπτερος ἔτι ἀκρὶς τοῦ γένους τῶν ἀκριδίων (acridii).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/