βολαχτῆρα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βολαχτῆρα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

βολαχτῆρα ἡ, Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Μεγίστ. Πελοπν. (Ἅγιος Ἀνδρ. Λακων. Μεσσ. Πυλ.) Σύμ. Τῆν. κ.ἀ.-Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. Βλαστ. 310 Δημητρ. βουλαχτῆρα Σάμ. Σκῦρ. κ.ἀ. βολοχτῆρα Χάλκ. βαλαχτῆρα Εὔβ. (Ὀκτον.) βολαστῆρα Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. Βλαστ. 310 Δημητρ. βολατῆρα Σίφν.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. βολάζω, παρ’ ὃ καὶ βαλάζω, ὅθεν τὸ βαλαχτῆρα.

Σημασιολογία

1)Ἁλιευτικὸν ὄργανον, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ ἁλιεῖς πλήττου ἰσχυρῶς τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θαλάσσης διὰ νὰ πτοήσουν τοὺς ἰχθῦς καὶ νὰ τοὺς ἀναγκάσουν νὰ προωθηθοῦν πρὸς τὰ δίκτυα Ἰων. (Κρήν.) Κύθν. Μεγίστ. Πελοπν. (Ἅγιος Ἀνδρ. Λακων. Μεσσ. Πυλ.) Σάμ. Σίφν. Σύμ. Τῆν. Χάλκ. κ.ἀ.-Λεξ. Μ᾽Εγκυκλ. Βλαστ. 310 Δημητρ. Συνών. βολαχτήρι βολεˬὰς 1, βολιˬαχτῆρα. 2) Τὸ ἔμβολον διὰ τοῦ ὁποίου πλήττουν τὸ γάλα ἐντὸς τοῦ κάδου διὰ νὰ ἀποχωρίσουν τὸ βούτυρον Εὔβ. (Ὀκτον.) Σκῦρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/