ἄρατος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἄρατος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἄρατος ἐπίθ. Ἄνδρ. Α.Ρουμελ. (Στενήμαχ.) Βιθυν. Ζάκ. Κεφαλλ. Κύπρ. Μακεδ. (Καβάλλ.) Μέγαρ. Μῆλ. Παξ. Πελοπν. (Αἴγ. Ἀνδρίτσ. Ἀνδροῦσ. Ἀράχ. Ἀρκαδ. Δημητσάν. Καλάβρυτ. Κλουτσινοχ. Κορινθ. Λακων. Λάστ. Λεβέτσ. Μάν. Μεσσ. Μῆλ. Πάτρ. Σουδεν. Τρίκκ.) Προπ. (Κύζ) κ.ἀ. ἄρατους Μακεδ. (Σισάν. κ.ἀ.) ἄρετος Συμ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τῆς προστ. ἄρατε τοῦ ἀρχ. ρ. αἴρω, ἡ ὁποία ἀκούεται ἐν τῇ φρ. τῶν Ψαλμ. 23,7 «ἄρατε πύλας οἱ ἄρχοντες ὑμῶν καὶ ἐπάρθητε, πύλαι αἰώνιοι, καὶ εἰσελεύσεται ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης». Ταύτην κατὰ τὰ ἀπόκρυφα εὐαγγέλια ἐφώνησαν οἱ ἄγγελοι πρὸς τοὺς διαβόλους διὰ νὰ ἀνοίξουν τὰς πύλας τοῦ ᾍδου καὶ εἰσέλθῃ ὁ κατελθὼν εἰς αὐτὸν Ἰησοῦς. Ἕνεκα τούτου κατὰ τὰ ἐγκαίνια ἐκκλησίας, ὅταν ὁ ἐπίσκοπος μεθ’ ὅλης τῆς ἱερατικῆς ἀκολουθίας καὶ τοῦ λαοῦ μετὰ τριπλῆν περὶ τὸν ναὸν περιφορὰν φθάσῃ πρὸ τῶν κεκλεισμένων θυρῶν αὐτοῦ, εἰς τῶν ἱερέων ἀναφωνεῖ τὴν εἰρημένην ψαλμικὴν ρῆσιν, ὁ δὲ ἐντὸς κεκλεισμένος ἱερεύς, ὁ ὑποκρινόμενος τὸν διάβολον, ἐρωτᾷ «τίς ἐστιν οὗτος ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης;» Ἀντιφωνοῦντος δὲ τοῦ ἔξωθεν ἀρχιερέως «Κύριος τῶν δυνάμεων, αὐτός ἐστιν ὁ βασιλεὺς τῆς δόξης» ἀνοίγει οὗτος ἔσωθεν τὴν θύραν καὶ τρέπεται εἰς φυγὴν ἐξαφανιζόμενος καὶ ἀφίνων ἐλευθέραν τὴν εἴσοδον, φεύγων δὲ εἰς τὸ ἄκουσμα τοῦ «ἄρατε πύλας» ἀπεκλήθη καὶ αὐτὸς ἄρατος καθὼς καὶ πάντες οἱ ἀτάκτως καὶ προτροπάδην φεύγοντες. Κατὰ τὸ ἄρατος ἐκανονίσθη καὶ τὸ πύλας μετασχηματισθὲν εἰς πύλατος (ἰδ. κατωτ.) Πβ. ΝΠολίτ. Παροιμ. 1,363 καὶ ΓΧατζιδ. ἐν ᾿Επιστ. ’Επετ. Πανεπ. 7 (1910/11) 41. Τὸ πύλατος μόνον ἐν συνεκφ. μετὰ τοῦ ἄρατος λεγόμενον ἔγινε κατόπιν ἀπύλατος προσλαβὸν α προθετικὸν κατὰ τὸ ἄρατος, εἶτα δὲ καὶ πύρατος διὰ τὴν αὐτὴν ἀναλογ. καὶ πέλατος διὰ τὸ ἄρετος.

Σημασιολογία

1) Ὁ ταχέως φεύγων καὶ ἐξαφανιζόμενος, ἄφαντος. ᾿Εν τῇ σημ. ταύτῃ τὸ ἐπίθ. συνεκφέρεται πολλάκις μετὰ τοῦ πύλατος ἀσυνδέτως ἢ μετὰ τοῦ καί, τὸ ὁποῖον οὐδεμίαν σημ. ἔχει ἰδιαιτέραν, λέγεται δὲ τὸ ἄρατος πύλατος ἁπλῶς διὰ τὸ «ἄρατε πύλας» ὡς ἴσον σημασιολογικῶς πρὸς τὸ ἁπλοῦν ἄρατος ἔνθ’ ἀν.: Ἔγινε ἄρατος πολλαχ. Ἔγινε ἄρατος πύλατος Μεσσ. Πάτρ. κ.ἀ. Ἔγινε ἄρατος κιˬ ἀπύλατος Μάν. Ἄρατος καὶ πύρατος Βιθυν. Ἔγινε ἄρατη πύρατη-ἄρατο πύρατο Ἀρκαδ κ.ἀ. Ἀπόπαρέ τον καὶ θὰ γενῇ ἄρατος ᾽Αρκαδ. Ἅρπαξε τὸ φαεῖ κ᾽ ἔγινε ἄρατος ἀπὸ τὸ τρεχιˬὸ Μῆλ. Χαθήκανε ὅλοι κιˬ ἄρατοι γενῆκαν Ἀνδρίτσ. Ἄρατος ἔγινε ἀπομπροστά μου Δημητσάν. Ὄσο νὰ κατέβῃ ὁ βασιλὲς κάτου νὰ διˬῇ, αὐτὸς πῆρε τὴ σκάλα του καὶ τὸν πεθαμένο ἀπάνου καὶ τὸ πάπλωμα κιˬ ἄρατος (ἐκ παραμυθ.) Βιθυν. || Φρ. Ἔγινε ἄρατος, καπνὸς καὶ μπαροῦτι (ἐξηφανίσθη τάχιστα ὡς ὁ καπνὸς καὶ ἡ ἀναφλεγομένη πυρῖτις) Ἀνδρίτσ. Ἔφυγε ἄρατος Κλουτσινοχ. Ἔφ’κιν ἄρατους, καπνός, ἀντάρα Σισάν. Πάει ἄρατος Κεφαλλ. Ἄρατος νὰ γίνῃς! (ἀρὰ) Λακων. Κάτσε, μωρὲ ἄρατε, μὴ μὲ πειράζῃς! (ἔ, ποῦ νὰ γίνῃς ἄρατος! κατὰ βραχυλ.) Παξ. Συνών. ἀμολόγητος Α4, ἄμορος (Ι) 1, ἀνάερος Α1 β, ἀνάκουστος 1 γ, ἀνεμοκάπνιστος, ἀνεφταόρατος, ἀνήλιˬος 2, ἄφαντος, τριˬάρατος. β) ᾿Αόρατος Κεφαλλ.: Ἄρατε Θεέ! (ἐπιφών. ἀγανακτήσεως). 2) Ὁ μὴ κατορθώνων τι, ἄπρακτος Κύπρ.: Ἐστράφηκεν πίσω ἄρατος. Ἐπῆεν, μὰ ᾿ὲν ἐπούλησεν τίποτε τ’ ἔφυεν ἄρατος. 3) Ὁ ἐν ἀταξίᾳ εὑρισκόμενος, ὁ συμπεφυρμένος (καθὼς οἰ δαίμονες τοῦ ᾍδου ἀκούσαντες τὸ «ἄρατε πύλας» συνεφύρθησαν φεύγοντες ἀτάκτως) Σύμ: Ἄρατοι πέλατοι καοῦdαι (φύρδην μίγδην κάθονται). 4) Τὸ οὐδ. ἐπιρρηματ., ταχέως Μακεδ. (Σισάν.): Ἄρατου νὰ πάς-νά ρθῇς. Συνών. γρήγορα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/