βολεˬάδι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολεˬάδι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
βολεˬάδι τό, Λεξ. Βλαστ. 481 βουλεˬάδ’ Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. βολεˬὸς διὰ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -άδι.
Σημασιολογία
Μικρὸς σωρὸς λίθων. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Βουλεˬάδιˬα τοπων. Ζάκ. Στερελλ. (Ἀκαρναν.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA