γαττίνι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττίνι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττίνι τό, ἀμάρτ. γατσίνι ’Ερεικ. Κέρκ. Παξ. γατσ’νὶ Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ ᾿Ιταλ. gattino=γαττάκι. Διὰ τὸν μετασχηματισμόν, βλ. Σ. Κυριακίδ., Λεξικογρ. ᾿Αρχ. 5 (1918 ), 119. Ἡ μετακίνησις τοῦ τόνου εἰς τὸν τύπ. γατσ’νὶ κατ᾿ ἀναλογίαν πρὸς τὸ συνών. γατσὶ<γαττί.

Σημασιολογία

1) Γαττάκι 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν. 2) Ἰχθὺς τοῦ γένους τῶν σκυλλίων (scyllium), μήκους 0,30 μ. περίπου, μέ δέρμα σκληρὸν χρώματος τεφροῦ βαθέος μετὰ κηλίδων μελανῶν. Παξ. Συνών. Γαττουλίνι 2, γαττουλῖνος 2. Πβ. γάττος 2.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/