βολεύω (ΙΙ)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολεύω (ΙΙ)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βολεύω (ΙΙ) Κύθν.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. βολὴ (Ι).
Σημασιολογία
Ἀφίνω τὸ ποίμνιον νὰ βόσκῃ εἰς τόπον ὡρισμένον διὰ νομήν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA