ἀραχνερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραχνερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀραχνερὸς ἐπίθ. ΓΒλαχογιάνν. Λόγοι κι ἀντίλογ. 126. -Λεξ. Βλαστ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ερός.
Σημασιολογία
Ὁ πλήρης ἱστῶν ἀράχνης: Μέσα μου δὲν εἶχε μείνει τίποτε ποῦ νὰ νὰ μὲ προσκαλῇ σ᾽ αὐτὸν τὸν τόπο τὸν ἀραχνερό. Συνών. ἀραχνιˬαστὸς 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA