ἀραχνιˬάζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραχνιˬάζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀραχνιˬάζω κοιν. ἀραχνιˬάζου βόρ. ἰδιώμ. ἀραγνιˬάζω Πελοπν. (Ἦλ.) ἀραχλιˬάζω Αἴγιν. Θεσσ. (Βόλ.) Πελοπν. (Κυνουρ. Λάστ. Τριφυλ.) κ.ἀ. ἀραχλιˬάζου Σάμ. ᾽ραχνιˬάζω Ἤπ. Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Κωνπλ. Χίος κ.ἀ. ’ραχνιˬάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ. Στρόπον.) Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Μακεδ. (Νιγρίτ. Σιάτ.) Σάμ. ’ραχλιˬάζω Πελοπν. (Γορτυν.) ᾽ραχλιˬάζου Εὔβ. (Αὐλωνάρ.) Ἤπ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ.) κ.ἀ. ἀραχνιˬῶ Κρήτ. Μέσ. ἀραχνιˬάζομαι Πελοπν. (Λάκων).
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη. Περὶ τοῦ σχηματισμοῦ τοῦ περισπωμένου τύπ. ἀραχνιˬῶ παρὰ τὸ ἀραχνιˬάζω ἰδ. ΓΧατζιδ. ΜΝΕ 1,272 κἑξ.
Σημασιολογία
Α) Αμτβ. 1) Πληροῦμαι ἀραχνίων κοιν.: Σὰν δὲν παστρεύῃς τοὺς τοίχους ἀραχνιˬάζουν. Ἀράχνιˬασε τὸ σπίτι. Ἡ γωνιˬὰ εἶν’ ἀραχνιˬασμένη κοιν. «Γαμήλια στέφανα. . . σκονισμένα, ἀραχνιˬασμένα, ὡς πένθιμα σύμβολα διαζευχθέντος ἀνδρογύνου» ΑΜωραϊτίδ. Διηγ. 3,18 || Παροιμ. Ἔρ᾽μα τά ’βρις, ἀραχνιˬασμένα ἄφ’σι τα (μὴ κίνει τὰ κακὰ καλῶς κείμενα) Λεσβ. || ᾎσμ. Τρεῖς χρόνους τὴνε πολεμοῦν στερεˬᾶς καὶ τοῦ πελάγους κ’ οἱ πόρτες τσ᾽ ἀραχνιˬάσανε καὶ τὰ κλειδιˬὰ σκουριˬάνα Κρήτ. Καὶ κάνει τὰ σοκάκιˬα καὶ χορθιˬοῦσι, τὰ δόλιˬα παραθύριˬα κι ἀραχνιˬοῦσι χορθιˬοῦσι=χορταριάζουν, βγάζουν χόρτα) αὐτόθ. Ὁ νοῦς μου πάλι σήμερα δὲν εἶναι μετὰ μένα, μόν’ εἶναι μέσ᾽ ’ς τὰ σκοτεινὰ καὶ μέσ’ ’ς τ’ ἀραχνιˬασμένα ’Ιων. (Κάτω Παναγ. Κρήν.) Καλὴ μέρα ’ς τοὺ σπίτι σου τοὺ χαμηλουχτισμένου, ποῦ εἶν’ ἀπέξου πράσινου καὶ μέσα ’ραχλιˬασμένου Σάμ. Πῶς θὰ μὲ βάλουνε ᾿ς τὴ γῆ, ᾿ς ἀραχνιˬασμένον ᾍδη! πβ. Ὁμ. κ 512 καὶ ψ 322 «Ἀίδεω δόμον. . . εὐρώεντα») Κρήτ. Ἄ bάς ᾿ς τὴ Κρήτη, Κρητικε͜ιά, νὰ ἔχῃς ἐσὺ τὸ κρῖμα, γιˬατὶ θελά ’ρθῃς νὰ μὲ βρῇς σ’ ἀραχλιˬασμένο μνῆμα ὡς ὁ ᾍδης οὕτω καὶ πάντα τὰ πρὸς αὐτὸν σχέσιν ἔχοντα μέρη, οἷον τάφος, μνῆμα, πλάκα τοῦ τάφου, ἔτι δὲ καὶ αὐτὸ τὸ χῶμα τοῦ τάφου ὀνομάζονται ἐν τῇ δημοτικῇ ποιήσει ἀραχνιασμένα) Τριφυλ. Μέσα ’ς τὴ γῆ ᾿ς τ’ ἀραχνιˬασμένο μνῆμα Κρήτ. Μένα μὲ λένε μαύρη γῆς κιˬ ἀραχλιˬασμένη πλάκα ποῦ τρώ’ τὲς νεˬές, ποῦ τρώ’ τοὺς νεˬούς, ποῦ τρώ’ τὰ παλληκάριˬα Κυνουρ. Ἐγὼ εἶμαι ὁ γιˬὸς τῆς μαύρης γῆς τῆς ’ραχνιˬασμένης πέτρας Ἤπ. (Τζουμέρκ.) Τ’ ἀκούς ἰσύ, μαρ’ μαύρη γῆ κιˬ ἀραχνιˬασμένου χῶμα; Μακεδ. (Δεσπότ.) Ἔτσι κ’ ἐμὲ ἡ καρδούλλα μου μαυρίζει κιˬ ἀραχνιˬάζει (ἐπὶ ἠθικῆς στενοχωρίας, ἐπὶ λύπης) Λευκ. Ἀράχνιˬασ᾿ ἡ καρδούλλα μου σὰν τοῦ Μαρτιˬοῦ τὸ χιόνι Πελοπν. (Βαμβακ.) –Ποίημ. . . . Ἀραχνιˬασμέν’ ἡ λύρα, ποῦ μοῦ ’ταν ἀδερφοποιτὴ κιˬ ὁποὺ μ᾿ ἐμέ ᾽ς τὴ φτέρη ἀγκαλεˬασμένη ἐπλάγιˬαζε, τώρα θὰ μείνῃ στεῖρα καὶ ’ς τ’ ἄψυχο κουφάρι της θανὰ βογγάῃ τ’ ἀγέρι ΑΒαλαωρ. Ἔργα, 3,183. Συνών. φρ. γεμίζω–πιˬάνω ἀράχνες β) Ἐρημοῦμαι, κατερειποῦμαι, καταστρέφομαι πολλαχ.: Τὸ σπίτι τοῦ δεῖνα ἀράχνιˬασε Τριφυλ. Νὰ μοῦ τ᾿ ἀξιώσῃ ὁ Θεὸς ν᾽ ἀραχνιˬάσῃ τὸ σπίτι σου! (ἀρὰ) Κρήτ. γ) Μεταφ. ἐγκαταλείπομαι ὑπὸ πάντων, καταντῶ εἰς ἀθλιότητα, δυστυχῶ πολλαχ.: Φρ. Ἔ, ν᾽ ἀραχνιˬάσῃς! (ἀρά) Κρήτ. Ἔ, τὸν ἀραχνιˬασμένο! αὐτόθ. || Παροιμ. Ὅπο͜ιος τὸν ὕπνο ἀγαπᾷ καὶ τὴν κρασοκανάτα γλήγορα τὰ στερίζεται τ᾽ ἀραχλιˬασμένα νεˬᾶτα (τ. ἔ. τὰ νεˬᾶτα, τὰ ὁποῖα δυστυχῶν δὲν δύναται νὰ χαρῇ) Αἴγιν. || ᾌσμ. Σπέρνουν, θερίζουν τὸν καρπὸ τσαὶ μέν’ ὁ κάμπος μαῦρος, ἔτσι τσ᾿ ἐμένα μ᾽ ἄφησε μαύρη τσιˬ ἀραχνιˬασμένη Ἴος Ἀράχνιˬασαν τὰ νεˬᾶτα του τὰ κοντυλογραμμένα Λεξ. Δημητρ. 2) Πληροῦμαι μούχλας, εὐρωτιῶ Ἤπ. Θεσσ. Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Παρνασσ.) κ.ἀ: ’Ράχλιˬασι τοὺ τυρὶ-τοὺ φαεῖ-τοὺ ψωμὶ κττ. Αἰτωλ. Ἤπ. Σάμ. Ἅμα παίρ’ ἀέρα τοὺ ψουμὶ δὲ ᾿ραχλιˬάζ’ Αἰτωλ. Παρνασσ. ᾿Ραχλιˬασμένου τυρὶ-φαεῖ- ψουμὶ κττ. αὐτόθ. ᾿Ραχλιˬασμένις ἰλαι͜ὲς αὐτόθ. ᾿Ραχλιˬασμένου γλυκὸ Σάμ. Συνών. Μουχλιˬάζω. 3) Ἀποκτῶ χρῶμα σκιερὸν Πελοπν. (Ἄργ.) κ.ἀ.: ᾎσμ. Θερίζουν, παίρνουν τὸν καρπὸ κ’ ἡ καλαμεˬὰ μεινέσκει, βάζουν φωτιˬὰ ’ς τὴν καλαμεˬὰ κι ὁ κάμπος ἀραχνιˬάζει Ἄργ. Συνών. μαυρίζω. β) Μεταφ. ὠχριῶ, ἐπὶ σωματικῆς ἐν γένει καταπτώσεως, ἰσχνότητος καὶ ἀσχημίας πολλαχ: ᾌσμ. Μὰ Κώστα μ᾿, γιˬατί ᾿ράχνιˬασις κἰ εἶσι ’ραχνιˬασμένους; -Ἀπ᾿ τοὺν πουλὺ τοὺν κουρνιˬαχτὸ κι ἀπ’ τοὺν πουλὺ τοὺ δρόμου Μακεδ. (Νιγρίτ.) Οἱ ἄσπροι μαῦροι γίνουνται κ’ οἱ ροιˬδανοὶ ’ραχλιˬάζουν κ’ οἱ τριˬανταφυλλοπρόσωποι πεˬὰ γνωρισμοὺς δὲν ἔχουν (μοιρολ.) Γορτυν. ᾿Εφάγανε τὰ σῦκα μας κιˬ οὕλα μας τὰ σταφύλιˬα κ’ ἐμεῖς ἀπάνω ᾿ς τὰ βουνὰ μ’ ἀραχνιˬασμένα ’χείληˬα Κρήτ. Συνών. χλομιˬάζω. 4) Πληροῦμαι ρύπων, λερώνομαι Μακεδ. (Σιάτ.) Χίος κ.ἀ.: ᾽Ράχνιˬασαν τὰ ροῦχα Σιάτ. || ᾎσμ. Μαῦρα θὰ βάψω νὰ φορῶ, μαῦρα καὶ ᾽ραχνιˬασμένα, γιˬατὶ μ’ ἐπορνηστήκανε δυˬὸ μάτιˬα ζαχαρένιˬα Χίος. Β) Μετβ. 1) Καθιστῶ τινα ἀμαυρόν, χλομὸν Θεσσ. (Ὄλυμπ.): ᾎσμ. Μὴν τὸ μαυρίσ’ ὁ κουρνιˬαχτός, μὴν τ᾿ ἀραχνιˬάσῃ ὁ ἥλιος. Συνών. ἀσκημίζω 2) Διαλύω διὰ τῆς σήψεως, ἀποσυνθέτω ΝΠολίτ. Μελέτ. 2,337: ᾎσμ. Δὲν εἶμαι μάννα νὰ πονῶ, πατέρας νὰ λυποῦμαι, μένα μὲ λένε μαύρη γῆς, πικρὴ φαρμακωμένη, σαράντα μέρες τοὺς βαστῶ κιˬ ἀπὲ τοὺς ἀραχνιˬάζω, τοὺς κόφτονται τὰ χέρια τους ἀπανωτιˬὸ ᾽ς τὰ στήθηˬα καὶ ρέβουν τὰ ματάκιˬα τους σὰν τὸ μαργαριτάρι, πέφτουν καὶ τὰ μαλλάκιˬα τους τριῦρο ᾿ς τὸ λαιμό τους (μοιρολ.) Μετοχ. 1) Ὁ καθ’ ὃν ὑπόκειταί τις εἰς θλίψεις καὶ δυστυχίαν, ἐπὶ ὀνομάτων χρόνου Κεφαλλ. Κρήτ. Πελοπν. (Ἦλ.) κ.ἀ.: Μαύρη μέρα καὶ ἀραχνιˬασμένη ἔχω! Κεφαλλ. || ᾌσμ. Σήμερα μαῦρος οὐρανὸς κι ἀραγνιˬασμένη μέρα, σήμερα ξεχωρίζουνε ἀεˬτὸς καὶ περιστέρα Ἦλ. Καπνίλα μᾶς ἐπλάκωσε, ἀραχνιˬασμένοι χρόνοι Κρήτ. 2) Ὁ ἐν στενοχωρίᾳ εὑρισκόμενος Ἤπ.: Καρδιˬὰ μαύρη κι ἀραχνιˬασμένη 3) Ἐλεεινὸς τὸ σῶμα, ρακένδυτος Μακεδ. (Βλάστ.) Πβ. ἀραχναίνω, ἀραχνίζω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA