ἀραχνιˬαστὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραχνιˬαστὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀραχνιˬαστὸς ἐπίθ. ΚΠαλαμ. Πολιτ. μοναξ.2 157 -Λεξ. Βλαστ. Δημητρ. ἀραχλιˬαστὲ Τσακων.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. ἀραχνιˬάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ πλήρης ἀραχνῶν, ἀραχνιˬασμένος ἔνθ’ ἀν.: Τὰ πανεθούρα ἤγκιαϊ ἀραχλιˬαστά) (τὰ παράθυρα ἦσαν κτλ.) Τσακων. || Ποίημ. . . . κεραμίδιˬα. . . | κἄπο͜ιων φτωχόσπιτων ἀραδιˬαστὰ μαῦρα . . . | σὰν ἀπὸ θάνατους ἀραχνιˬαστὰ ΚΠαλαμ. ἔνθ’ ἀν. Συνών. ἀραχνερός. β) Μεταφ. δυστυχὴς Τσακων.: Μαυριστὲ τζ’ ἀραχλιˬαστέ! (ἀρὰ). 2) Ὅμοιος πρὸς ἱστὸν ἀράχνης, ἀραχνοΰφαντος Λεξ. Δημητρ.: Ἀραχνιˬαστὸ πέπλο, ἀραχνιˬαστὴ δαντέλλα. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀράχνινος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA