βολικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
βολικὸς ἐπίθ. κοιν. βο’κὸς Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ. βουλικὸς Μεγίστ. Νίσυρ. βου’κὸς βόρ. ἰδιώμ. ὀβολικὸς Πελοπν. (Μάν.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *εὐβολικός, ὃ ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. εὔβολος, Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἀθηνᾷ 20 (1908) 102 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἐκεῖνος μεθ᾽ οὗ δύναταί τις νὰ συνεννοηθῇ εὐκόλως, φιλόφρων, προσηνὴς κοιν.: Βολικὸς ἄνθρωπος. Βολικει͜ὰ γυναῖκα. Συνών. βολετὸς 2. 2) Πρόσφορος, κατάλληλος σύνηθ.: Καιρὸς βολικὸς γιˬὰ ταξίδι. Τόπος βολικὸς γιὰ νὰ κάτσῃ κἀνεὶς καὶ νὰ ἡσυχάσῃ. β) Οὔριος, ἐπὶ ἀνέμου Κρήτ. Σύμ. κ.ἀ. 3) Ὁ δυνάμενος νὰ εὐθετηθῇ εὐκόλως ἢ ὁ εὐκολίαν καὶ ἄνεσιν παρέχων κοιν.: Βολικὸ μαγαζὶ-σπίτι κττ. 4) Ὁ δυνάμενος νὰ διευθετηθῇ κατ’ ἐπιθυμίαν, ὁ κατ’ εὐχὴν ἀποβαίνων κοιν.: Βολικὴ δουλειὰ-ὑπόθεσι κττ. Μοῦ ’ρθε βολικὴ ἡ δουλει͜ά. Δὲ μοῦ εἶναι βολικὸ τὸ πρᾶμα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA