ἀραχνιˬὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραχνιˬὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀραχνιˬὸς ἐπίθ. ’ραχνιˬὸς Μακεδ. (Σιάτ.) ᾽ράχνος Μακεδ. (Καστορ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη καὶ τῆς παραγωγικῆς κατάλ. -ιˬός.
Σημασιολογία
Ἀκάθαρτος, ρυπαρὸς ἔνθ. ἀν.: ᾎσμ. Ἄν εἶμι ἄσπρους κιˬ ἄλικους, σκύψι χιρέτισέ μι, κιˬ ἂν εἶμι μαῦρους κὶ ᾿ραχνιˬός, ᾽ύρνα κὶ σκέπασέ μι (᾽ύρνα=γύρισε).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA