γαττομάσι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττομάσι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττομάσι τό, ἀμάρτ. γαττουμά’ Εὔβ. (Μετόχ. Στρόπον.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττί. παρ᾽ ὃ καὶ γατσί, καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -μάσι.
Σημασιολογία
Γαττομάνι, ὃ ἰδ. ἔνθ᾽ ἀν.: Γαττουμά’ ἔμασις ’δῶ μέσα κὶ μ’ τρῶνι τοὺ ψουμὶ Στρόπον. Τ’ κακουχρόν’ τοὺ γαττουμά’ ἰδὰ π’ μαζεύτ’κι! Μετόχ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA