γαττοξέρασμα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττοξέρασμα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττοξέρασμα τό, ᾽Αθῆν. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) - Λεξ. Αἰν. γαττουξέρασμα Ἤπ. Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τῶν οὐσ. γάττα καὶ ξέρασμα.

Σημασιολογία

1) Τὸ ἔμεσμα τῆς γαλῆς Πελοπν. (Γαργαλ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. κ.ἀ.) : Ξέρασε ’φτούνη ἡ γάττα μας ’ς τὸ πάτωμα καὶ πρέπει νὰ πάρω μὲ τὴ σαρωματῖνα τὀ γαττοξέρασμα Γαργαλ. Τὰ γαττουξιράσματα μαζώ’ς; Αἰτωλ. 2) Φαγητὸν ἢ ἀνάλογόν τι λίαν ἀηδὲς Λεξ. Αἰν. 3) Τὸ ἰσχνόν, καχεκτικὸν καὶ οἰκτρὸν τὴν θέαν παιδίον ἢ καὶ ἐνήλικον ἄτομον ᾽Αθῆν. Ἤπ. Πελοπν. (Γαργαλ. κ.ἀ.) : Ὅλο λέει πὼς πάχυνε, κ’ εἶναι ἕνα γαττοξέρασμα ᾽Αθῆν. Ποῦ πᾷς, μουρὲ γαττουξέρασμα; Ἤπ. Ἄ’ νὰ χαθῇς, παλιˬοσουργούνα, γαττοξέρασμα! Γαργαλ. Συνών. γαττόπαιδο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/