γάττος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γάττος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

γάττος ὁ, κοιν. γάττους κοιν. βορ. ἰδιωμ. γάττε Τσακων. (Πραστ.) γάτσος Ἤπ. (Χουλιαρ. ) Κύθν. κάττος Ἄνδρ. Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.) Προπ. (’Αρτάκ.) κ.ἀ.-Λεξ.Μπριγκ. Βυζ. κάττους Θράκ. (Σηλυβρ. )Κυδων. κάτ-τος Εὔβ. (’Ανδρων. Κουρ. ’Οξύλιθ. κ.ἀ.) Κύπρ. κάτ-θος Σύμ. κάτσος Πελοπν. (Γέρμ. κάμπος Λακων. Μάν.) γάττης ’Αμοργ. Κρήτ. (Μαλάκ. Χαν κ.ἀ.) Ναξ. (’Απύρανθ. Δανακ. Φιλότ.) Πάρ. Χίος- Λεξ. Βλαστ 419 γάττ’ς Σάμ. γάτ-θης Ἡράκλ. κάττης Θήρ. Θράκ. (Τσανδ. κ.ἀ.) ’Ιων. (Κρήν. Σμύρν )Κίμωλ. Κρήτ. (Βιάν. Χαν. κ.ἀ.) Κύθηρ. Κύθν. Μῆλ. Νάξ (’Απύρανθ. Βόθρ. Κωμιακ.) Πάρ. Πάτμ. Πελοπν. (Καλάβρ.) Σέριφ. Σῦρ. Χίος (᾿Εγρηγόρ. κ.ἀ.)-Λεξ. Βάιγ Μπριγκ. κάττ’ς Ἄνδρ (Κόρθ.) Μύκ. Πάρ. (Λεῦκ.) Τῆν. (Τριαντ.) κάτσης Μῆλ. κάτ-θης ᾽Αστυπ. Κάλυμν. Κάρπ. Κάσ. Κῶς Λέρ. Μεγίστ. Νίσυρ. Ρόδ. Σίφν Σύμ. Τῆλ.

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. γάττος καὶ κάττος, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. Λατιν. cattus καί gattus. Οἱ τύπ. γάττης καὶ κάττης ἐπίσης Βυζαντ. Οἱ τύπ. κάτσος καὶ γάτσος ἐξ ἐπιδράσεως τοῦ ὑποκορ. κατσὶ - γατσί, δι’ ὃ ἰδ. γαττί.

Σημασιολογία

1) Αἴλουρος ὁ κατοικίδιος, τὸ ἀρσενικὸν τῆς οἰκοδιαίτου γαλῆς, δι’ἥν ἰδ. γάττα 1 κοιν. καὶ Πόντ. (Κρώμν. Τραπ.) Τσακων. : Εἶναι παστρικὸς γάττος. Δὲν ἀκοῦς τὸ γάττο ποὺ νιˬαουρίζει; κοιν. Καλουθριμμένους εἶνι οὑ γάττους σας. Δὲ σ᾿μαζεύιτι λίγου τοὺ γάττου σας; κοιν. βορ. ἰδιωμ. Μοῦ ’φαγε ὁ κάτ-τος τὰ ψάριˬα Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Εἶντα λοῆς κάτ-τος εἶναι τοῦτος; Κύπρ. ’Επετάχτη ἕνας κάτσος κ’ ἐβούτηξε τὸ πουλλὶ Πελοπν. (Μάν.) Ὁ κάττης σας μοῦ ’φαγε τὸ κριάσι ’Ιων. (Σμύρν.) Ὁ κάττης ἤφαε τὸ bοdικὸ Κρήτ. (Βιάν. κ.ἀ.) Εἶδα ἕνα γάττη ξεκοιλιˬασμένο Νάξ. (’Απύρανθ.) Ἤφαεν ὁ κάτ-θης τὰ ψάριˬα Κῶς Τώρα θὰ ντζήσω ’γὼ μὲ τὸν gάτ-θη ’Αστυπ. || Φρ. Οὔτε γάττος, οὔτε ζημιˬὰ (ἐπὶ ἐσκεμμένης ἐξαφανίσεως ἀποδείξεων ἐνοχῆς) κοιν. Ὁ γάττος βλέπει, ὁ σκύλλος ἀκούει (ἡ γαλῆ ἔχει ὅρασιν ὀξυτάτην, ὁ δὲ κύων ἀκοὴν) πολλαχ. Περπατεῖ σὰν dὸ γάττη (ἐπὶ τῶν βαδιζόντων ἐλαφρῶς) Κρήτ. (Μαλάκ. κ.ἀ.) Κάθιτι σὰ βριμένους γάττους (ἐπὶ τοῦ αὐστηρῶς ἐπιτιμηθέντος διὰ παράπτωμά τι καὶ σιωπῶντος) Ἤπ. (Χουλιαρ. κ.ἀ.) Ἔφυγε σὰ ζεματισμένος γάττης (συνών. τῆ προηγ.) Πάρ. Ἔπιˬασεν dὸν gάτ-θημ-bοὺ τ᾿ ἀνύιˬα (ἐπὶ ἀποτυχόντος εἰς ἐπιχείρησιν οἰκονομικῆς φύσεως) Ρόδ. Νὰ κάμῃς κάττη μούτσουνα καὶ ποdικοῦ μουστάκιˬα (ἀρὰ) Θήρ. || Παροιμ. Λείπει ὁ γάττος, χορεύουν τὰ ποντίκιˬα (ἐπὶ τῶν παραμελούντων τὸ καθῆκον ἐν ἀπουσία τοῦ προϊσταμένου) κοιν. Λείπ’ οὑ γάττους χουρεύ’νι τὰ πουντίκιˬα (συνών. τῆ προηγ.) Στερελλ. (Φθιῶτ. κ.ἀ.) Παλιˬὸς γάττος, τρυφερὰ ποντίκιˬα (ἐπὶ ἡλικιωμένων, οἵτινες ἀρέσκονται εἰς ἀναρμόστους ἔρωτας μετὰ κορασίδων) σύνηθ. Μὲ γέρο γάττο κάθεσαι, ποντίκιˬα μὴ φοβᾶσαι (ἐπὶ τῆς ἀξίας τῆς μακρᾶς ἐμπειρίας) Χίος Μὲ γέρο κάτ-θη κά’ιζε, πονdίκιˬα μὴ φ-φο’ᾶσαι (συνών. τῆ προηγ.) Κάρπ. Ὁ κάτ-θης γιˬὰ τὸ ψάρι ἐπούλησε τ-τ’ ἀμπέλι τ-του (ἐπὶ κοιλιοδούλων) αὐτόθ. Ἄλλο δὲ σκάει ὁ διˬάβολος, παρ᾿ ὅdας γράφῃ ὁ γάττος (εἰρωνικὴ παρατήρησις ἐπὶ παραλόγων ἀξιώσεων) Κεφαλλ. Κάττης που κοιμᾶται, ποντικὸ δὲν πιˬάνει (ἐπὶ τῶν ἀποτελεσμάτων τῆς ὀκνηρίας) Χίος (’Εγρηγόρ.) Ὥς καὶ νὰ ρίξῃς τὸ gάττη, μὲ τὰ πόδιˬα βρίστεται (ἐπὶ τῶν ἐπιτηδείων νὰ προσαρμόζωνται εἰς πᾶσαν κατάστασιν) ΔΚρήτ.Ὅπου λυπᾶται τοῦ κάτ-θη τὸ ψωμί, τρῶν οἱ πονdιτοὶ τὰ ροῦχα του (ἐπὶ παραλόγου καὶ ἐπιζημίου φειδοῦς) Κάλυμν. ’Εχτυποῦσαν dὸν gάτ-θη μ-μὲ τ’ ἀξύγγι κ᾽ ἐψηλοκαμάρων-νε (ἐπὶ τῶν δυστροπούντων ἔναντι δελεαστικῶν προτάσεων) Ρόδ. Ὁ κάτ-τος τ’ ἄν ἐγέρασεν, τά νύιˬα πού ’εν, ἔει (ἐπὶ τοῦ ἀμεταβλήτου τῶν κακῶν ἕξεων) Κύπρ. Πβ. καὶ γάττα 1 || Ἄσμ. Μπῆκε ὁ γάττος ’ς τὸ τιμόνι | μὲ τοὺ’ ποdικοὺς μαλώνει Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) Ἕνας κάττης τὸ μαθαίνει | μαῦρα dύνεται καὶ πηαίνει∙ Πιˬάστε, bοdικοί, χορὸ | κ’ ἐγὼ ’ς τὴ μέση νὰ θωρῶ Κρήτ. (Βιάν. κ.ἀ.) ’Απόψε κάττης θὰ γενῶ καὶ τὰ τοιχιˬὰ θὰ πιάσω, κι ὅπου μοῦ ’ποῦνε ψίτι-ψίτ! ἐκε͜ιὰ θὰ πά’ νὰ κάτσω αὐτόθ. Μωρὴ στραβοπινακωτή, μωρὴ στραβολεκάτη, ὁποὺ βρωμοῦ dὰ χνῶτα σου σὰ dὰ σκατὰ τοῦ κάττη Νάξ (’Απύρανθ.) Βρέει, ιˬονίζει | τὰ μάρμαρα ποτίζει τ’ ὁ κάτ-τος μα’ειρεύκει | τ’ ὁ ποντικὸς χορεύκει (παιδικὸν) Κύπρ. ’Εκλίστα κά’ -ιν νὰ φυσῶ κ᾿ ἐχπάραξε μ’ ὁ κάττον∙ ’κὶ ξέρω κάττος ἔτονε, ᾿κι᾿ ξέρω καττολέος (ἐκλίστα κά’=ἔκλινα κάτω, ἔσκυψα) Πόντ. (Κρώμν.) 2) Εἶδος τῶν εἰς τὰς Ἑλληνικάς θαλάσσας ἀπαντώντων εὐμεγέθων ἰχθύων τῆς οἰκογενείας τῶν σκυλλίων (scyllium), γνωστῶν ὑπὸ τὸ γενικὸν ὄνομα «σκυλλόψαρα», πιθανῶς σκύλλιον ὁ αἰλουρίδης (scyllium cattulus) ἢ σκύλλιον τὸ ἀστερωτὸν (scyllium cattulus), τοῦ γένους τῶν σκυλλιορρινιδῶν (scylliorhinidae), τῆς τάξεως τῶν πλαγιοστόμων (squalini) πολλαχ. Συνών. γαττόψαρο 1. 3) Εἶδος καρκινίου τῆς θαλάσσης Τῆλ. Συνών. γάττα 3. 4) Τὸ φυτὸν ἀψίνθιον ἡ ἀρτεμισία (artemisia absinthium) τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae) Μακεδ. (Πάγγ.). Συνών. ἀγριαψιˬθεά 1, ἀψιθεˬά 1. β) Εἶδος ἀκανθώδους φυτοῦ, πιθανῶς γαλακτίτης ὁ γναφαλώδης (galactites tomentosus), τῆς τάξεως τῶν συνθέτων (compositae), οὗτινος οἱ τρυφεροὶ βλαστοὶ τρώγονται ἀποφλοιούμενοι Λῆμν. Συνών. ἀσπράγκαθο 2. γ) ᾿Εν τῆ φρ. τοῦ κάτ-θη τὸ πό’ι, τὸ φυτὸν κρίταμον τὸ παράλιον (crithmum maritimum), τῆς τάξεως τῶν σκιαδανθῶν (umbelliferae) Ρόδ. (Σορον.) Συνών. κρίταμο. 5) Μετων., ἀνὴρ πονηρὸς καὶ ἅρπαξ Μακεδ. (Βογατσ.) Σύμ. Συνών. γάττα 7, γάττουλος 2. 6) Σπυρὶς πλεκτῆ ἐκ ψιάθου ἢ καλάμου (εἰς τὴν συνθηματικὴν γλῶσσαν τῶν κτιστῶν) Μακεδ. (Βλάστ. Σιάτ. Σισάν ): Μπάξ’τουν τοὺ γάττου (γέμισε τὸ ζεμπίλι) Βλάστ. 7) Εἶδος παιδιᾶς, καθ’ ἣν εἷς τῶν παικτῶν ὑποδύεται τὸν «γάττον», ἕτερος τῆν «γάτταν», καὶ οἱ λοιποὶ τὰ «γαττάκια». Οἱ τελευταῖοι οὗτοι σχηματίζουν κύκλον, ἐντὸς τοῦ ὁποίου εὑρίσκεται ἡ «γάττα», ἐνῶ ὁ «γάττος» παραμένει ἔξω τοῦ κύκλου καί, ἐπωφελούμενος τῆς ἀπουσίας τῆς «γάττας», μεταβάσης δῆθεν εἰς τὴν κρήνην διὰ νὰ φέρη ὕδωρ εἰς τὰ τέκνα της, εἰσβάλλει ἐντὸς τοῦ κύκλου καὶ ἁρπάζει τὴν τροφήν, ἣν εἶχε διανείμει εἰς ταῦτα πρὸ τῆς ἀναχωρήσεώς της∙ ἐπιστρέψασα δὲ καὶ ἀντιληφθεῖσα τοῦτο ἐκ τῆς ἀρνήσεως ἑνὸς ἑκάστου τῶν τέκνων της νὰ πίη τὸ κομισθὲν ὕδωρ, ἀφοῦ οὐδὲν ἔφαγε καὶ δὲν διψᾷ, τρέπεται εἰς καταδίωξιν τοῦ ἅρπαγος, φεύγοντος περὶ τὸν κύκλον, καὶ τῇ βοηθείᾳ τῶν τέκνων της ἐκδιώκει τοῦτον μακράν∙ μεθ᾿ ὃ μεταβάλλονται οἱ ρόλοι καὶ ἡ παιδιὰ ἐπαναλαμβάνεται Σάμ. κ.ἀ. β) ᾿Εν τῆ φρ. ὁ κάτ-τος τ’ ὁ ποντικός, εἶδος παιδιᾶς παιζομένης καθ᾿ ὃν τρόπον περιεγράφη ἤδη ἐν λ. γάττα 8β Κύπρ. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Γάττος ᾿Αθῆν. Εὔβ. (Στρόπ.)Ἤπ. (Φιλιάτ. Μαργαρ.) Μέγαρ. Κάττης ᾿Ιων (Κρήν.), ὡς παρων ὑπὸ τύπ. Γάττος Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) κ.ἀ. Κάττης Θήρ. (Οἴα) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Κάτ-θης Κάλυμν. κ.ἀ., καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. ’ς τ’ Γάττ’ Ἤπ. (’Ιωάνν.) Κάτ-θης Κάρπ. Κουφον. τοῦ Κάττη ὁ Πόρος Κρήτ. (᾿Αμάρ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/