γαττοσφάζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττοσφάζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαττοσφάζω ἀμάρτ. κατσοσφάζω Νάξ. (᾿Απύρανθ.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττί, παρ’ ὃ καὶ κατσί, καὶ τοῦ ρ. σφάζω.

Σημασιολογία

Σφάζω καὶ ἐκδέρω ἀτέχνως ζῷον (πρόβατον, αἶγα, κλπ ): ᾿Εώ δὲν εἶμ’ ἄξιˬος καθόλου νὰ σφάξω ’να ’ριφάκι. Τὸ κατσοσφάζω. ’Εκατσόσφαξές το, καῃˬμένε! Θαρρεῖ κανεὶς πὼς τὸ σφάξανε γάττες. Πο͜ιὸς τό ’σφαξε; Σὰ gατσοσφαμένο ’ναι.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/