γαττοῦ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττοῦ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γαττοῦ ἡ, ἀμάρτ. καττοῦ ᾿Ιων (Κρήν.) κατ-τοῦ Κύπρ.
Ετυμολογία
Κατὰ μετασχηματισμὸν ἐκ τοῦ οὐσ. γάττα, παρ᾿ ὃ καὶ κάττα, διὰ τῆς καταλ -οῦ, δι᾿ ἣν ἰδ. Σ. Μενάρδ., ᾿Επιστ. Ἐπετ. Πανεπ. ᾿Αθηνῶν 9 (1912|13), 139.
Σημασιολογία
Γάττα 1, ὃ ἰδ. ἔνθ᾽ ἀν. : Παροιμ. Εἶχε κ’ ἡ καττοῦ πουτὶ κ᾿ ἤσκυβγε καὶ τό ᾿γλειφε (ἐπὶ τῶν προσπαθούντων νά μιμηθοῦν τοὺς κοινωνικῶς ἢ οἰκονομικῶς ἀνωτέρους) Κρήν. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Κατ-θοῦ Κάρπ. Μεγίστ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA