γαττούδι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττούδι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττούδι τό, ἀμάρτ. γαττούδ’ Μακεδ. (Χαλκιδ.) Θράκ. (Σηλυβρ.) γατσούδ’ Θράκ. (Αἶν.) καττούδι Πόντ. (᾿Ινέπ. Κερασ. Οἰν. Τραπ.) -Λεξ. Βυζ. κατ-τούδιν Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ.) κατ-τούϊν Κύπρ. (Μένοικ. κ.ἀ.) καττού’δ Θράκ. (Γέν. Κασταν. Μάδυτ.) Πόντ. (᾿Αμισ. Κοτύωρ. Σάντ. Τραπ.) κατσούδι Ἰων. (Βουρλ.)

Ετυμολογία

Τὸ Βυζαντ. ἀμάρτ. γαττούδιν, οὗτινος ἡ ὕπαρξις τεκμαίρεται ἐκ τοῦ παραλλήλου Βυζαντ. τύπ. Καττούδιν (πβ. γάττα, γάττος). Διὰ τὸν τύπ. κατσούδι. πβ. γαττί.

Σημασιολογία

Γαττάκι 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν. : Παροιμ. Λείπ’ οὑ γάττους, παίζ’νε τα᾿ γαττούδιˬα (ἐπὶ τῶν ἐπωφελουμένων τῆς ἀπουσίας γονέων, διδασκάλων, κλπ., καὶ ἀτακτούντων ) Θράκ. (Σηλυβρ.) Πβ. καὶ γάττα 1, γάττος 1. Ἡ κάτ-τα χών-νει τὰ κατ-τούδκιˬα της ’ς ἑφτὰ τόπους (ἐπὶ τῶν λίαν φιλαργύρων) Κύπρ. (Πεδουλ. κ.ἀ. ) Σκυλλία πουλεῖ καὶ καττούδ ἀγοράζει (ἐπὶ ἀργοσχόλων ἢ περὶ μάταια ἀσχολουμένων) Πόντ. (Κοτύωρ. κ.ἀ.) Πβ. καὶ γάττα 1. Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τύπ. Κατ-τούδκιˬα Κύπρ. (Δάλ.)

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/