ἀραχνώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀραχνώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀραχνώνω, μετοχ. ἀραχνωσμένος Passow Carm. popular. 397.
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. ἀράχνη. Τὸ σ τῆς μετοχ. ἀραχνωσμένος κατ᾽ ἐπίδρασιν τοῦ συνων. ἀραχνιˬασμένος, δι’ ὃ ἰδ. ἀραχνιˬάζω.
Σημασιολογία
Μετοχ. ὁ πλήρης ἀραχνίων: ᾎσμ. Κ’ ἐμείνανε κ’ οἱ δυˬὸ ξερὲς κ’ οἱ δυˬὸ ἀπεθαμένες κ᾿ ἐπῆγαν καὶ τσ’ ἐχώσανε σ᾿ ἀραχνωσμένο χῶμα (ὀνομάζεται τὸ χῶμα τοῦ τάφου ἀραχνωσμένο ὡς ἔχον σχέσιν πρός τον ᾍδην τὸν πλήρη ἀραχνίων. Πβ. ἀραχνιˬάζω Α1 καὶ ἄραχνος 1).
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA