γαττουλάκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλάκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γαττουλάκι τό, πολλαχ. γαττουλά’ Μακεδ ( Βόϊον κ.ἀ.) γατσουλάκι Ζάκ Κεφαλλ. Πελοπν. (Ἦλ.) γατσ’λά’ Στερελλ. (’Αχυρ. κ.ἀ.) κατσουλάκι Κρήτ. (Ἡράκλ. Σέλιν. κ.ἀ. ) Μῆλ. Νάξ. (’Απύρανθ. Γαλανᾶδ. Δανακ.) Πάρ Πελοπν. (Μάν. Τριφυλ. κ.ἀ. ) Σίφν κ.ἀ. κατσουλάτσι Τσακων. (Πραστ. Χαβουτσ.) κατσουλάτι Μέγαρ Πάρ. κατσουάτσι Νάξ. (Φιλότ.) κασουλάτσι Μύκ.

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλα ἢ γαττούλι καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.

Σημασιολογία

1) Γαττάκι 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Θέ μου, ἔλεε, φέρε μου ἕνα παιδάκι κιˬ ἂς εἶν’ καὶ γαττουλάκι (ἐκ παραμυθ.) Βιθυν. Μὴν τοὺ παίρ’ς ’ς τὰ χέριˬα σ᾽ τοὺ γατσ’λά’, πιδί μ’! Στερελλ. (’Αχυρ.) Ἡ κατσουλοῦ μὲ τὰ κατσουλάκιˬα τζη Νάξ. (Δανακ.) Ποῦθε τά ’φερε τὸ κοκοράτι σου τὰ λεφτά; νὰ στείλω τ᾿ ἐγὼ τὸ κατσουλάτι μου; (ἐκ παραμυθ.) Μέγαρ. Ἔγκει’ τὸ κατσουλάτσι τσοῦνερ ἔνι; (αὐτὸ τὸ γαττάκι τίνος εἶναι;) Τσακων. (Πραστ.) ‖ Φρ. Καὶ τὸ κατσουλάκι dωνε μὲ θέλει (ἐπὶ τοῦ ἐξαίροντος τὴν ἀγάπην μεθ’ ἧς περιβάλλεται ἐκ μέρους οἰκογενείας τινός) Νάξ. (’Απύρανθ.) 2) Μικρὸν τριχοειδές καὶ ἀκτινωτὸν περίβλημα σπέρματος ἀκάνθης, ἀποσπώμενον ἐκ τοῦ ὅλου ἀνθοφόρου πολυσπέρμου καρποῦ καὶ φερόμενον ὑπὸ τοῦ ἀνέμου, λόγῳ τῆς ἐλαφρότητός του, εἰς μεγάλας ἀποστάσεις Νάξ. (’Απύρανθ.) Ὁ κόσμος εἶναι ᾽εμᾶτος φέτι μέ τά κατσουλάκιˬα Συνών. κλέφτης. Ἡ λ. καὶ ὡς ἐπών. ὑπὸ τύπ. Κατσουλάκης. Κρήτ. (Βάμ.) Σίφν.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/