βολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
βολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
βολῶ σύνηθ. βουλῶ βόρ. ἰδιώμ. βουλίζου Θάσ. Μέσ. βολει͜οῦμαι Θήρ. Κάλυμν. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) βολει͜ῶμαι Κάλυμν. βουλει͜οῦμι Ἤπ. γ΄ ἑνικ. πρόσ. βοοῦντα ἔι Τσακων.
Χρονολόγηση
Μεσαιωνικό
Ετυμολογία
Τὸ μεσν. βολῶ, ὃ ἐκ τοῦ μεταγν. εὐβολῶ. Ἰδ. ΓΧατζιδ. ἐν Ἐπιστ. ᾿Επετ. Πανεπ. 3 (1906/7) 95. Περὶ τοῦ μέσ. βολε͜ιοῦμαι πβ. ΓΧατζιδ. ἔνθ᾽ ἀν. 4 (1907/8) 87 κἑξ.
Σημασιολογία
1) Ἐνεργ. καὶ μέσ. παρέχω εὐκολίαν, εὐχέρειαν. εἶμαι βολικὸς πρός τι πολλαχ.: Δὲ μὲ βολεῖ ἐμένα τὸ χωράφι, ἀλλεˬῶς θὰ τὸ ἀγόραζα Πελοπν. Μᾶς βολεῖ ὁ καιρὸς-τὸ μέρος κττ. Σύμ. Θὰ πάρω τὸ γιˬατρικό, ὅταν βολήσῃ ἡ ὥρα Κέρκ. Τοῦ βόλεσε ἡ δουλει͜ὰ ποῦ ἄρχισε Χίος Τραυίσ’ ἀπ’ αὐτοῦ, γιˬατὶ δὲ μὶ βουλεῖς νὰ κάνου τὴ δουλει͜ά μου Ἤπ. Δὲ μοῦ βολεῖ τὸ σπίτι Λεξ. Πρω. Δὲ μοῦ βολει͜έται τὸ σπίτ’ ἐτοῦτο.-βολει͜έται σου δὲ βολει͜έται, ἐπὰ θὰ κάθεσαι Ἀπύρανθ. || ᾎσμ. Πολλὰ θωρῶ καὶ δὲ μιλῶ καὶ γλὲπω καὶ σωπαίνω, γιˬατὶ ὁ τόπος δὲ βολεῖ καὶ πρέπει νὰ ’πομένω Ζάκ. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Χρον. Μορ. Η 1669 (ἔκδ. JSchmitt) «εἰς τὸ μέρος ποῦ μᾶς βολεῖ καὶ μᾶς ἔνι ἐπιδέξιον». Καὶ ἀπροσ. εἶναι εὔκολον, ἔρχεται κατὰ βούλησιν, κατ᾿ ἐπιθυμίαν σύνηθ. καὶ Τσακων.: Μοῦ βολεῖ (μοῦ ἔρχεται βολικά). Ἂν μοῦ βολέσῃ, θά ρθω. Δὲ μοῦ βολεῖ νὰ περάσω ἀπὸ τὰ δικά σας. Δὲ μοῦ βολεῖ νὰ μένω σ᾿ αὐτὸ τὸ μέρος σύνηθ. Ὄι βοοῦντα μι μ’ ἔνται τὰ χέρα (δὲ μὲ βολεῖ, δὲ μὲ εὐκολύνει μὲ αὐτὸ τὸ χέρι) Τσακων. || Παροιμ. Ὅπου δὲ βολεῖ τοῦ διˬαόλου νὰ πάῃ ὁ ἴδιος, bέbει μιˬὰ γερόdισσα (bέbει=πέμπει) Κρήτ. Εὐνοῶ Λέσβ.: Αὐτὸς οὑ τόπους βουλεῖ ἰλαι͜ὲς-κλήματα κττ. 2) Μέσ. αἰσθάνομαι εὐχαρίστησιν Θήρ. Ἂ δὲ σὲ δῶ, δὲ βολε͜ιοῦμαι (ἂ=ἂν). β) Μοῦ προξενεῖ τι εὐχαρίστησιν, ἀπολαμβάνω τι Θήρ.: Δὲ σὲ βολει͜οῦμαι ἔτσι ποῦ εἶσαι dυμένη. 3) Ἐνεργ. καὶ μέσ. δύναμαι Θήρ. Θρᾴκ. (Αἶν.): Δὲ βουλῶ νὰ τοὺ κάμου Αἶν. Δὲ βολει͜οῦμαι νὰ τρώγω μὲ τὸ ζερβὶ μου Θήρ. Καὶ ἀπροσ. εἶναι δυνατὸν Ἤπ. Κεφαλλ. Κρήτ. Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Σκῦρ. κ.ἀ.: Βολεῖ νὰ περνᾷς ἀποδῶ Σκῦρ. Δὲ βολεῖ νὰ γίνῃ ὁ γάμος Ἤπ. Κεφαλλ. || Παροιμ. Σὰ δῇς τρίχα καπαρή, | πῶς βολεῖ νὰ ’ναι καλή; (καπαρὴ=κόκκινη) Κρήτ. || ᾎσμ. Ἂν μ’ ἀγαπᾷς καὶ σ’ ἀγαπῶ, τί μοῦ βολεῖ νὰ κάμω; Ἤπ. || Ἀπὸ πλήρεις ἐκφράσεις, οἷαι: δὲ βολεῖ νὰ γίνῃ ἀλλεˬῶς, δὲ βολεῖ νὰ μὴ ἔφυγε, δὲ βολεῖ νὰ μὴ εἶναι ἔτσι κττ. προῆλθεν ἐν Ἀπυράνθῳ ἡ βραχυλογία δὲ βολεῖ=ὡρισμένως, χωρὶς ἄλλο: ’Σόκαιροι δὲ βολεῖ εἴμαστε (᾿σόκαιροι=ὁμήλικοι). Δὲ βολεῖ δὲν ἔχει σκοπὸ νὰ τὴ bάρῃ καὶ παίζει την. Δὲ βολεῖ οἱ ποdικοὶ πήρασι τὸ φιτρὶ τοῦ φαναριˬοῦ. Δὲ βολεῖ δὲν ἔχω πιπιλεˬὰ αἷμ’ ἀπάνω μου καὶ ’ιˬὰ κεῖνο κρυώνω. 4) Ἀπροσ. ἁρμοζει, πρέπει Πελοπν. (Μάν.): Δὲ βολεῖ νὰ τὸ κάμῃς, γιˬατὶ θὰ πικράνῃς πολλούς. 5) Χωρῶ Μακεδ. (Βελβ.) Στερελλ. (Ἀράχ.) κ.ἀ.: Δὲ μὶ βουλάει οὑ τόπους Ἀράχ. Καὶ ἀμτβ. ἐνεργ. καὶ μέσ. Ἤπ. Μακεδ. (Βελβ. Χαλκιδ.): Δὲν εἶνι τόπους ποῦ θὰ βουλέσῃς Βελβ. Δὲ βουλε͜ιοῦμι νὰ κάτσου Ἤπ. Καὶ ἀπροσ. ὑπάρχει χῶρος Εὔβ. (Ἄκρ. Κύμ. Στρόπον.) Ἤπ. Πελοπν. (Ἀρκαδ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.) κ.ἀ. Δὲ βουλεῖ νὰ μπῇς κ’ ἰσὺ Στερελλ. Δὲ βουλεῖ νὰ κάτσου–νὰ κοιμ’θοῦ-νὰ πιράσου κττ. Ἄκρ. Στρόπον. || Φρ. Δὲ βολεῖ νὰ ρίξῃς μῆλο (ἐπὶ συνωστισμοῦ πληθύος ἀνθρώπων) Ἀρκαδ. 6) Τακτοποιῶ, στολίζω Θάσ.: Ἀκόμα δὲ βόλ’σαμ’. Θὰ βου’στοῦ κὶ θά ’ρθου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA