γαττούλι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γαττούλι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γαττούλι τό, Βιθυν. κ.ἀ. γαττού’ Μακεδ. (Βλάστ. Βογατσ. Βόϊον Κοζ. Καστορ.) γατσούλι Ζάκ. Κέρκ. Κεφαλλ. Παξ. Πελοπν. (Ἦλ. Καλάβρ. Οἰν. κ.ἀ.) -Λεξ. Μπριγκ. γατσού’ Εὔβ. (Αἰδηψ. κ.ἀ. ) Ἤπ. Θεσσ. (Δομοκ. κ.ἀ.) Λευκ. Μακεδ. (Καστορ. κ.ἀ.) Στερελλ. (᾽Αχυρ. κ.ἀ.) κατσούλι Εὔβ. (Κάρυστ.) Κρήτ. (Βιάν. Μεραμβ. Σφακ. κ.ἀ.) Μῆλ. Νάξ. (Γαλανᾶδ. ) Πάρ Πελοπν. (᾿Ανδρίτσ. ᾿Ανδροῦσ. Βερεστ. Γαργαλ Γορτυν. Δυρράχ. Καλάβρ. Κάμπος Λακων. Κλειτορ. Κορινθ. Λάστ. Μάν. Μεσσ. Οἰν. Χατζ. κ.ἀ.) Τσακων. (Πραστ.) -Λεξ. Μπριγκ. Βλαστ 419, 459 κατσούλ-λι Εὔβ. (Κουρ. κ.ἀ.) Κάρπ. κατσού’ Πελοπν. (Ἦλ.)
Ετυμολογία
᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττί, παρ’ ὃ καὶ γατσὶ καὶ κατσὶ, καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -ούλι. Ὁ τύπ κατσούλι καὶ παρὰ Βλάχ.
Σημασιολογία
1) Γαττάκι 1, ὃ ἰδ. ἔνθ’ ἀν.: Εἶχε ἕνα γαττούλι καὶ το ’λουζε Βιθυν. Ἡ γάττα μας ἔκανε τρία γατσούλιˬα Κεφαλλ.Ἔδουκις ’ς τοῦ γατσού’ νὰ φάῃ; Στερελλ. (’Αχυρ.) Ἔκαμ’ ἕνα πιδὶ σὰ γατσού’ Εὔβ. (Αἰδηψ.) Οὔτε ’ς τοῦ ὀχτροῦ σου τὸ κατσούλι νὰ μὴν τ’ ἀξιώσῃ ὁ Κύριος Πελοπν. (Βερεστ.) Μωρέ. ’φτοῦνος νὰ πεθάνῃ; εἶναι ’φτάψυχο κατσούλι! Πελοπν. (’Ανδροῦσ. Λάστ. κ.ἀ.) Πόσα κατσούλ-λιˬα ἔκαμε ἡ κάτ-τα σου; Εὔβ. (Κουρ.) Ἁ κατσού’α ἐμποῖσε τία κατσούλιˬα (ἡ γάττα ἔκαμε τρία γαττάκια) Τσακων. (Πραστ.) || Φρ. Σὰν ἡ γάττα τὰ γαττούλιˬα (ἐπὶ τοῦ διαρκῶς ἀλλάσσοντος τὴν θέσιν τῶν πραγμάτων του) Μακεδ. (Κοζ.) Πβ. γαττί 1. Κάνω κατσούλιˬα (περιπατῶ τετραποδιστί, ἐπὶ νηπίων) Κρήτ. (Μεραμβ.) Περπατῶ κατσούλιˬα-κατσούλιˬα (συνών. τῆ προηγ.) Πελοπν. (Μάν.) Πβ. γαττουλίζω 1. ‖ Ἄσμ. Ἡ μάννα ποὺ σὲ γέννησε κάλλιˬά ’τονε νὰ κάνῃ ἕνα κατσούλι παρδαλὸ τσὶ bοdικοὺς νὰ πιάνῃ Κρήτ. Κατσούλ-λι μου, κατσούλ-λι μου, μὲ τὴμ-μακρὰ μουστάκα, οἱ πενdιτσοὶ μοῦ φά’ασιν ἀπόψε τὴσ-σιτάκα (σιτάκα=εἶδος ἐδέσματος ἐξ ἀλεύρου, βουτύρου καὶ μέλιτος) Κάρπ. β) Γάττα 1, ὃ ἰδ. Πελοπν. (Γορτυν. Κλειτορ. Μεσσ.) : Τὶς γάττες τὶς λέμε κατσούλιˬα Κλειτορ. ‖ Φρ. Πάτησε τὸ κατσούλι (=ἐμέθυσε) Γορτυν. Πβ. γάττα 1. γαττούλα 1. 2) Μετων., τὸ ἰσχνὸν καὶ καχεκτικὸν παιδίον Εὔβ. (Αἰδηψ.) Παξ. Πελοπν. (Δυρράχ. κ.ἀ..): Ἔρχεται πάdα μὲ τὰ γατσούλιˬα της Παξ. Συνών γαττόπαιδο. 3) Οἱ συριγματώδεις ἦχοι οἰ ἀκουόμενοι κατὰ τὴν ἀναπνοὴν πάσχοντος ἐκ βρογχίτιδος Κεφαλλ.: Εἶναι κρυωμένο τὸ παιδί∙ δὲν ἀκοῦς τὰ γατσούλιˬα του; 4) Εἶδος ἀποδημητικοῦ πτηνοῦ μεγέθους περιστερᾶς, χρώματος μελανολεύκου, καὶ ἐκβάλλοντος φωνὴν ὁμοιάζουσαν πρὸς νιˬαούρισμα γαλῆς Κρῆτ. (Σφακ.) 5) ᾿Εν τῆ φρ. μουστάκιˬα τοῦ κατσουλιˬοῦ, τὸ φυτὸν φλέως ὁ ἐχινοειδὴς (phleum echinatum), τῆς τάξεως τῶν ἀγρωστωδῶν (graminaceae) Κρήτ. (Βιάν. )-Λεξ. Βλαστ. 459.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA