βομπιριˬακὸς

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

βομπιριˬακὸς

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

βομπιριˬακὸς ἐπίθ. ἀμάρτ. βουμπιριˬακὸς Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. βόμπιρας καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ιˬακός.

Σημασιολογία

Κατηραμένος: Δὲ καμώνιτι αὐτὸ τοῦ χουράφ’ τοὺ βουμπιριˬακό. Δὲ σκάβιτι τοὺ βουμπιριˬακὸ τ’ ἀμπέ’.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/