γαττουλίζω

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γαττουλίζω

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γαττουλίζω ἀμάρτ. γατσουλίζω Ζάκ. (Κερ.) γατσουλίζου Πελοπν. (Μάν.) κατουλίζω Πελοπν. (Καλάβρ. Κλουτσινοχ. κ.ἀ.) κατσουλίζου Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) κατσουλάω Πελοπν. (Γύθ. Πάν. κ.ἀ.) κατουλάω Πελοπν. (Καλάβρ. Κλουτσινοχ. Σουδεν.)

Ετυμολογία

᾿Εκ τοῦ οὐσ. γαττούλι, παρ’ ὃ καὶ κατσούλι.

Σημασιολογία

1) Βαδίζω ἐπὶ τῶν ποδῶν καὶ χειρῶν, περιπατῶ κατὰ τὸν τρόπον τῶν ζῴων, τετραποδίζω (ἐπὶ τῶν ἀρχομένων νὰ βαδίζουν νηπίων) Πελοπν. (Γύθ. Καλάβρ. Κίτ. Κλουτσινοχ. Μάν. Πάν. Σουδεν. κ.ἀ.) : Τὸ παιδὶ ἄρχισε νὰ κατσουλίζῃ Κίτ. Κατουλάει τὸ παιδί Κλουτσινοχ. Ἦρθε κατσουλῶdα σὰ μικρὸ παιδὶ Πάν. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀρκουδίζω 1. 2) Περιφέρομαι ἀσκόπως (ἢ καὶ σκοπίμως) τὴν νύκτα κατά προτίμησιν, ὡς αἱ γαλαῖ Ζάκ. (Κερ.) Συνών. λαγουδεύω, νυχτογυρίζω, νυχτοπερπατῶ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/